θεμερός
1θέμερος — θέμερος, έρα, ον (Α) 1. αυτός που έχει στερεές βάσεις, σταθερός 2. (κατά τον Ησύχ.) «βέβαιος, σεμνός, εὐσταθής». [ΕΤΥΜΟΛ. Συγγενές προς τα θεμός*, θέμις*, παρουσιάζει με το τελευταίο την ίδια μορφική αναλογία όπως τα κυδι /κύδος: κυδρός. Κατά μία …
2θεμερόν — θεμερός masc/fem acc sg θεμερός neut nom/voc/acc sg …
3θεμερώτερα — θέμερος neut nom/voc/acc comp pl θεμερός neut nom/voc/acc comp pl …
4θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …
5θεμερόφρων — θεμερόφρων, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «συνετός, σώφρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] …
6θεμερώπις — θεμερῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει σεμνή όψη, σεμνό βλέμμα («θεμερῶπις αἰδώς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + ωπις (< ωψ, ωπός «πρόσωπο»), πρβλ. βο ώπις, γλαυκ ώπις] …
7dhem-, dhemǝ- — dhem , dhemǝ English meaning: to smoke; to blow Deutsche Übersetzung: ‘stieben, rauchen (Rauch, Dunst, Nebel; nebelgrau, rauchfarben = dũster, dunkel), wehen, blasen (hauchen = riechen)” Material: O.Ind. dhámati “blows” (dhami… …