θεμελιώνω

  • 1θεμελιώνω — θεμελιώνω, θεμελίωσα βλ. πίν. 3 …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 2θεμελιώνω — (AM θεμελιῶ, όω) [θεμέλιο] 1. βάζω θεμέλια, ρίχνω θεμέλια, («πύργους... φοίνιξι θεμελιώσας», Ξεν.) 2. μτφ. θέτω τις πρώτες βάσεις, στηρίζω, στερεώνω, χτίζω, δημιουργώ, ριζώνω («πάνω στη δικαιοσύνη θεμελιώνονται τα καλά πολιτεύματα») νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 3θεμελιώνω — θεμέλιωσα και θεμελίωσα, θεμελιώθηκα, θεμελιωμένος 1. βάζω θεμέλια: Χτες θεμελίωσαν το νέο δικαστικό μέγαρο. 2. στηρίζω, θέτω τις βάσεις: Η άποψή σου δεν είναι καλά θεμελιωμένη. – Η κυβέρνηση θεμελίωσε το δημοκρατικό πολίτευμα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 4αναθεμελιώνω — 1. θεμελιώνω εκ νέου, ξαναθεμελιώνω 2. στηρίζω μια άποψη ή θεωρία σε νέα θεμέλια, βρίσκω νέα ακλόνητα επιχειρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θεμελιώνω. ΠΑΡ. αναθεμελίωση, αναθεμελιωτής] …

    Dictionary of Greek

  • 5ενιδρύω — (AM ἐνιδρύω) ιδρύω σ έναν τόπο, εγκαθιδρύω, τοποθετώ μέσα, θεμελιώνω («τὸν θεὸν ἐδεξάμην τε καὶ ἐνίδρυσα τῇ ψυχῇ», Θεμίστ.) μσν. εγκαθιστώ («τὸν Θεοδόσιον Ἀρκάδιον ἐνίδρυσε τοῑς βασιλείοις θρόνοις», Μανασσ.) αρχ. 1. μέσ. ενιδρύομαι χτίζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 6θεμελίωμα — και θεμέλιωμα, το [θεμελιώνω] 1. το αποτέλεσμα τού θεμελιώνω, η θεμελίωση 2. μτφ. ίδρυση, στήσιμο …

    Dictionary of Greek

  • 7αθεμελίωτος — και ἀθεμέλιωτος, η, ο (Α ἀθεμελίωτος, ον) [θεμελιώνω] ο μη θεμελιωμένος, ο χωρίς θεμέλια νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει γερά θεμελιωθεί, αναπόδειχτος, αστήριχτος, αβάσιμος 2. που δεν έχει οικονομική υποδομή, δεν έχει πόρους …

    Dictionary of Greek

  • 8βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… …

    Dictionary of Greek

  • 9βασίζω — Ι. 1. στηρίζω κάτι σε ορισμένη βάση, θεμελιώνω II. ( ομαι) 1. στηρίζομαι σε κάποια εγγύηση 2. έχω ελπίδα, πεποίθηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάσις( η). Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)] …

    Dictionary of Greek

  • 10διπλοθεμελιώνω — ρίχνω διπλά θεμέλια, θεμελιώνω πολύ γερά …

    Dictionary of Greek