θεμείλια
1θεμείλια — θεμείλια, τα (Α) επικ. τ. αντί θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεμός] …
2θεμείλια — θέμεθλα foundations neut nom/voc/acc pl θεμείλια neut nom/voc/acc pl …
3dhē-2 — dhē 2 English meaning: to put, place Deutsche Übersetzung: ‘setzen, stellen, legen” Material: O.Ind. dádhüti, Av. daδüiti “ he places “, O.Pers. Impf. sg. adadü “ he has installed “, O.Ind. Aor.á dhü m “I placed”, Med. 3. sg.… …
4προβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. βάζω, απλώνω κάτι εμπρός, εκτείνω ή ρίχνω προς τα εμπρός (α. «πρόβαλε το κεφάλι της από το παράθυρο και μέ φώναξε» β. «τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε», Ηρόδ.) 2. (το ενεργ. και, στην αρχαία, και το μέσ.) προτείνω ως επιχείρημα για… …
5ριζούχος — ον, Α 1. (ως προσωνυμία τού Ποσειδώνος) αυτός που κρατάει γερά τις ρίζες, τα θεμέλια 2. αυτός που έχει στερεές ρίζες («θεμείλια ῥιζοῡχα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + οῦχος* (< ἔχω)] …