θεμίτων
1θεμιτῶν — θεμιτός allowed by the laws of God and men fem gen pl θεμιτός allowed by the laws of God and men masc/neut gen pl …
2Θεμίτων — Θέμις that which is laid down fem gen pl …
3θεμίτων — θέμις that which is laid down fem gen pl …
4χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ …