1θελοντής — θελοντής, ό (Α) [θέλω] εθελοντής …
Dictionary of Greek
2θελοντής — masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3'θελοντής — ἐθελοντής , ἐθελοντής masc nom sg …