θελξι-μελής

  • 1ηδυμελής — ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια) αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῑ δ ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.) μσν. αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά. επίρρ... ηδυμελώς με γλυκύτητα,… …

    Dictionary of Greek

  • 2θηλυμελής — θηλυμελής, ές (Α) (για το αηδόνι) αυτός που ψάλλει με γλυκιά και μελωδική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. εμ μελής, θελξι μελής] …

    Dictionary of Greek

  • 3λυσιμελής — λυσιμελής, ές (Α) 1. αυτός που προκαλεί χαλάρωση, ατονία τών μελών τού σώματος 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Λυσιμελής, ἡ Λυσιμελής επίκληση τού Ύπνου, τού Έρωτος, τού Πόθου, τού Θανάτου, τής Αφροδίτης και τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 4θελξιμελής — θελξιμελής, ές (Α) αυτός που θέλγει με τη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. εμ μελής, παμ μελής] …

    Dictionary of Greek