θελκτήριος
1θελκτήριος — θελκτήριος, ον (Α) [θελκτήρ] 1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει 2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός («ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» το μαγικό βέλος τού οφθαλμού, Αισχύλ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον α) (για τη ζώνη τής Αφροδίτης)… …
2θελκτήριος — enchanting masc nom sg …
3θελκτηρίους — θελκτήριος enchanting masc acc pl …
4θελκτήριοι — θελκτήριος enchanting masc nom/voc pl …
5θελκτηρία — θελκτηρίᾱ , θελκτήριος enchanting fem nom/voc/acc dual θελκτηρίᾱ , θελκτήριος enchanting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
6θελκτηρίων — θελκτήριον charm neut gen pl θελκτήριος enchanting fem gen pl θελκτήριος enchanting masc/neut gen pl …
7θελκτήριον — charm neut nom/voc/acc sg θελκτήριος enchanting masc acc sg θελκτήριος enchanting neut nom/voc/acc sg …
8-τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …
9αυτοθελκτήριος — αὐτοθελκτήριος, ον (Μ) [θελκτήριος] αυτός που είναι κατεξοχήν θελκτικός, μαγευτικός …
10θέλγητρο — το (AM θέλγητρον) [θέλγω] 1. αυτό με το οποίο θέλγει, μαγεύει κάποιος, μέσο γοητείας, γοητεία, χάρη 2. μαγικό μέσο για τον έρωτα, ερωτικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω. Η κατάλ. η τρον παρεκτεταμένος τ. τής τρον, αναλογικά προς τ. όπως φόβη τρον.… …
- 1
- 2