θελκτικός
1θελκτικός — ή, ό (Α θελκτικός, ή, όν) [θέλγω] αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δύναμη να θέλγει, ελκυστικός, γοητευτικός («θελκτικές υποσχέσεις»). επίρρ... θελκτικώς και ά με ελκυστικό τρόπο …
2θελκτικός — ή, ό γοητευτικός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3θελκτικά — θελκτικός neut nom/voc/acc pl θελκτικά̱ , θελκτικός fem nom/voc/acc dual θελκτικά̱ , θελκτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4θελκτικόν — θελκτικός masc acc sg θελκτικός neut nom/voc/acc sg …
5θελκτικαῖς — θελκτικός fem dat pl …
6θελκτικαί — θελκτικός fem nom/voc pl …
7θελκτικοῖς — θελκτικός masc/neut dat pl …
8θελκτικωτάτη — θελκτικός fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …
9θελκτικῆς — θελκτικός fem gen sg (attic epic ionic) …
10θελκτικῇ — θελκτικός fem dat sg (attic epic ionic) …