θελημάτιον

  • 1θελημάτιον — θελημάτιον, το (Α) πάπ. (υποκορ. τού θέλημα) μικρή επιθυμία («ἔσχατον θελημάτιον» η τελευταία επιθυμία). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλημα, τος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. βιβλ ίον, παιδ ίον)] …

    Dictionary of Greek