Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

θειικό οξύ

См. также в других словарях:

  • θειικό οξύ — Ανόργανη χημική ένωση, με τύπο H2SΟ4. Η παρασκευή του ήταν γνωστή εδώ και αιώνες από τους αλχημιστές. Βρίσκεται ελεύθερο στη φύση στα νερά του Ρίο Τίντο στην Ισπανία. Είναι η σημαντικότερη ένωση του θείου και αποτελεί ένα από τα κύρια προϊόντα… …   Dictionary of Greek

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • υδροκυάνιο ή υδροκυανικό οξύ — Οξύ (HCN) αρκετά διαδομένο στο φυτικό βασίλειο με τη μορφή γλυκοζίτη, κοινότερος από τους οποίους είναι η αμυγδαλίνη, στα κουκούτσια πολλών καρπών (κεράσια, βερίκοκα, ροδάκινα) από τα οποία μπορεί να εξαχθεί. Το ανακάλυψε ο Σέελε το 1782 και το… …   Dictionary of Greek

  • οξύ — το έος (ουδ. του επιθ. οξύς), χημική ένωση με ένα ή περισότερα άτομα οξυγόνου, που μπορούν να αντικατασταθούν με ηλεκτροθετικό στοιχείο ή ρίζα, οπότε προκύπτει άλας: Θειικό, υδροχλωρικό οξύ κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νιτρικό οξύ — Χημική ανόργανη ένωση (H ΝΟ3), ένα από τα ισχυρότερα γνωστά οξέα· στο Μεσαίωνα το χρησιμοποιούσαν οι χαράκτες για εργασίες πάνω σε χαλκό, με το όνομα «άκουα φόρτε». Τα άλατά του συναντιούνται αρκετά στη φύση: στη λιθόσφαιρα βρίσκονται το νιτρικό… …   Dictionary of Greek

  • οξαλικό οξύ — Οργανική ένωση αντίστοιχη προς τον χημικό τύπο C2H2O4· είναι το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ και ένα από τα ισχυρότερα οργανικά οξέα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση ως άλας του ασβέστιου και του κάλιου και περιέχεται στον κυτταρικό χυμό πολλών …   Dictionary of Greek

  • καπρυλικό οξύ — Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, του τύπου CH3(CH2)6COOH, το οποίο έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες. Είναι σε συνηθισμένη θερμοκρασία άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο βρασμού 237°C, σημείο τήξης 16,5°C και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο… …   Dictionary of Greek

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • σουλφόνωση — Βασική μέθοδος στη βιομηχανική χημεία (γνωστή και ως σουλφούρωση), η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας σουλφοννκής ομάδας ( SO3H) σε μια οργανική ένωση. Στις κατά κυριολεξία σουλφονώσεις, η σουλφονική ομάδα ενώνεται απευθείας με ένα άτομο… …   Dictionary of Greek

  • λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… …   Dictionary of Greek

  • νίτρωση — θεμελιώδης εργασία στην οργανική χημική βιομηχανία, η οποία συνίσταται στην εισαγωγή μιας νιτρομάδας ( NOj) σε αντικατάσταση ενός ατόμου οργανικού υδρογόνου. Η δραστικότητα κατά τη ν. ποικίλλει ανάλογα με τη φύση των ενώσεων· μερικές ουσίες, όπως …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»