θεθμός

  • 1θεθμός — θεθμός, ό (Α) δωρ. τ. τού θεσμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός με αφομοίωση] …

    Dictionary of Greek

  • 2θεθμόν — θεθμός masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού …

    Dictionary of Greek

  • 4dhē-2 —     dhē 2     English meaning: to put, place     Deutsche Übersetzung: ‘setzen, stellen, legen”     Material: O.Ind. dádhüti, Av. daδüiti “ he places “, O.Pers. Impf. sg. adadü “ he has installed “, O.Ind. Aor.á dhü m “I placed”, Med. 3. sg.… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary