θεη-γενής

  • 1ιερογενής — ἱερογενής, ές (Μ) (επίθ. τής Θεοτόκου) αυτή που γέννησε ιερό τέκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. αιθρη γενής, θεη γενής] …

    Dictionary of Greek

  • 2κυθηγενής — κυθηγενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κυθ τού κεύθω «κρύβω, κρατώ κάτι κρυφό» γενής (< γένος) το η τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη γενής, θεη γενής)] …

    Dictionary of Greek

  • 3θεηγενής — θεηγενής, ές (Α) (ποιητ. τ. τού θεογενής) ο γεννημένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεη (βλ. θεο ) + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, πρωτο γενής] …

    Dictionary of Greek