θεηκολος
1θεηκόλος — θεηκόλος, ον (Α) 1. ιερέας, θεοκόλος* 2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλος (ή θεοκόλος) < θεη (βλ. θεο ) + κολος αναλογικά προς το βoυ κόλος*, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη πόλος (ή θεο πόλος ή θειο πόλος) <… …
2θεηκόλους — θεήκολος priest masc acc pl …
3θεηκόλῳ — θεήκολος priest masc dat sg …
4θεηκολώ — θεηκολῶ και θεοκολῶ, έω (Α) [θεηκόλος] είμαι θεηκόλος*, ιερέας …
5θεηκόρος — θεηκόρος, ὁ (Α) θεηκόλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρ. τού θεηκόλος*] …
6θεοκόλος — και θεηκόλος, ό (Α) υπηρέτης τού θεού, ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος) …
7θεηκολεών — θεηκολεών, ῶνος, ὁ (Α) [θεηκόλος] κατοικία θεηκόλου*, ιερέως …
8θεηπόλος — θεηπόλος, ον (Α) αυτός που υπηρετεί τον θεό, ο ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος] …
9θειοπόλος — θειοπόλος, ὁ (Α) υπηρέτης τού θεού, ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος] …
10θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …
- 1
- 2