θεατρινισμός
1θεατρινισμός — ο [θεατρίνος] προσποίηση, επιτηδευμένη στάση, υπερβολική υποκρισία …
2θεατρινισμός — ο υπερβολική προσποίηση: Άφησε τους θεατρινισμούς και μίλησε ειλικρινά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3δογκιχωτισμός — και δονκιχωτισμός, ο 1. η τάση να μιμείται κανείς τον χαρακτήρα και τους τρόπους τού δον Κιχώτη 2. υπερβολικός ενθουσιασμός στην επίτευξη χιμαιρικών σκοπών 3. θεατρινισμός, επίδειξη ψεύτικης γενναιότητας 4. η τάση να ασχολείται κανείς και να… …
4καμποτινισμός — ο [καμποτίνος] η τάση να φαίνεται κάποιος ως σπουδαίος, να παίζει θέατρο σε βάρος κάποιου, θεατρινισμός, κομπογιανιτισμός, αγυρτεία, απάτη …
5ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια …
6δονκιχοτισμός — ο φαντασιόπληκτη συμπεριφορά, χαρακτήρας όμοιος με του δον Κιχότη, μεγαλομανία, θεατρινισμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7θεατρισμός — ο 1. δημόσια γελοιοποίηση, δημόσιος εμπαιγμός, διαπόμπευση. 2. θεατρινισμός (βλ. λ.). 3. παρακολούθηση θεατρικής παράστασης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8καμποτινισμός — ο (λ. γαλλ.), θεατρινισμός, κομπογιανιτισμός, αγυρτεία: Δε σου πάει ο καμποτινισμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)