Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

θείος

  • 1 дядя

    дядя м о θείος
    * * *
    м
    ο θείος

    Русско-греческий словарь > дядя

  • 2 дядя

    дядя
    м ὁ θείος, ὁ θειος, ὁ μπάρμπας.

    Русско-новогреческий словарь > дядя

  • 3 божественный

    божеств||енный
    прил прям., перен θείος, θεϊκός, θεσπέσιος.

    Русско-новогреческий словарь > божественный

  • 4 доводиться

    доводиться
    несов
    1. (быть в родстве) разг:
    он мне доводится дядей τόν Εχω θείο, εἶναι θείος μου·
    2. безл разг:
    мие не довелось его видеть δέν Ετυχε (или δέν κατάφερα) νά τόν Ιδώ.

    Русско-новогреческий словарь > доводиться

  • 5 небесный

    небесн||ый
    прил
    1. οὐράνιος:
    \небесный свод ὁ οὐράνιος θόλος, τό στερέωμα· \небесныйые светила τά οὐράνια σώματα, τά ἄστρα· \небесный цвет τό οὐρανί χρῶμα, τό γαλάζιο χρῶμα·
    2. (божественный) θεϊκός, θείος.

    Русско-новогреческий словарь > небесный

  • 6 неземной

    неземн||ой
    прил αἰθέριος, ὁ μή γήινος / οὐράνιος (небесный)/ θείος (божественный):
    \неземнойа́я красота αἰθέρια ὁμορφιά.

    Русско-новогреческий словарь > неземной

  • 7 родной

    родн||ой
    1. прил συγγενής:
    \родной отец ὁ πατέρας· \родной брат ὁ ἀδελφός· \родной дядя ὁ θείος·
    2. прил (свой, близкий, отечественный):
    \родной город ἡ γενέτειρα (πόλη)· \родной край, \роднойа́я сторона́ ἡ πατρίδα· \родной я\роднойык ἡ μητρική γλώσσα· \родной дом τό πατρικό σπίτι·
    3. прил (дорогой, милый \родной в обращении) ἀγαπημένος, χρυσός·
    4. \роднойые мн. (родственники) οἱ συγγενείς, τό συγγενολόγι, οἱ δικοί μου:
    \роднойые и друзья οἱ συγγενείς καί φίλοι· это один из моих \роднойых εἶναι Ενας ἀπό τους δικούς μου, εἶναι ἔνας συγγενής μου· гостить у \роднойых μένω φιλοξενούμενος στους συγγενείς μου.

    Русско-новогреческий словарь > родной

  • 8 дядя

    [ντγιάντγια] ουσ. α. θείος

    Русско-греческий новый словарь > дядя

  • 9 дядя

    [ντγιάντγια] ουσ α θείος

    Русско-эллинский словарь > дядя

  • 10 Божественный

    κ. божественный επ., βρ: -вен, -венна, -венно
    1. θεϊκός, θείος• "-ая комедия" η "θεία κωμωδία".
    2. θρησκευτικός εκκλησιαστικός•

    -ые книги τα θρησκευτικά βιβλία.

    3. αανεμορφος, εξαίσιος, θεσπέσιος.

    Большой русско-греческий словарь > Божественный

  • 11 дяденька

    θ.
    ο θείος.

    Большой русско-греческий словарь > дяденька

  • 12 дядя

    -и, γεν. πλθ. -ей α, θείος, μπάρμπας.

    Большой русско-греческий словарь > дядя

  • 13 небесный

    επ.
    1. ουράνιος•

    небесный свод ουράνιος θόλος•

    -ая лазурь το γαλάζιο (ουράνιο) χρώμα•

    -ые тела ουράνια σώματα•

    -ая твердь το στερέωμα.

    2. μτφ. παλ. θείος, θεϊκός, εξαίσιος, ιδανικός.
    εκφρ.
    небесный цвет – ουρανί (γαλάζιο) χρώμα•
    царица -ая – η θεομήτωρ, Παναγία•
    царь ή отец небесный – ο ουράνιος πατέρας(θεός)•
    царство ему -ое – στη βασιλεία των ουρανών ή καλόν παράδεισο•
    небесный суд – θεία δίκη.

    Большой русско-греческий словарь > небесный

  • 14 неземной

    επ.
    1. αιθέριος, ουράνιος, υπέργειος.
    2. παλ. μετακόσμιος, υπερκόσμιος. || θείος, θεϊκός, ιδανικός•

    -йя красота αιθέρια ομορφιά•

    -ая любовь ιδανική αγάπη.

    Большой русско-греческий словарь > неземной

  • 15 олимпиец

    -пййца α. ολύμπιος θεός. || ολύμπιος (γαλήνιος και μεγαλοπρεπής), θείος.

    Большой русско-греческий словарь > олимпиец

  • 16 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 17 сторона

    -ы, αιτ. сторону, πλθ. стороны, -рон, -ам θ.
    1. πλευρό, πλευρά, μέρος•

    в -у леса προς το μέρος του δάσους•

    со -ы поля από το μέρος του χωραφιού•

    разойтитесь в разные -ы διαλυθείτε (φύγετε) προς διάφορες κατευθύνσεις.

    || το πλάι•

    смотреть в -у κοιτάζω στο πλάι•

    в -е στο πλάι, δίπλα.

    || σημείο, σημάδι•

    -ы горизонта τα σημεία του ορίζοντα.

    2. τόπος, μέρος• τοποθεσία• περιοχή• χώρα•

    родная сторона η γενέτειρα•

    чужая сторона ξένος τόπος, η ξενιτειά, τα ξένα.

    3. μτφ. άκρη, μπάντα, αμεθεξία•

    держаться в -έ κάθομαι στην άκρη, αμέτοχος, απέχω.

    || μτφ. (με την πρόθεση «С») από τα έξω•

    со -ы виднее, кто прав απ έξω φαίνεται καλύτερα, ποιος έχει δίκαιο•

    посмотреть со -ы κοιτάζω απ έξω.

    4. επιφάνεια, όψη, πλευρά•

    лицевая сторона πρόσοψη, φάτσα• η καλή μεριά, η όρθα.

    || μτφ. άποψη•

    художественная сторона спектакля η καλλιτεχνική πλευρά του θεάματος•

    юридиче-скэя сторона дела η νομική πλευρά της υπόθεσης.

    5. ομάδα•

    враждующие -ы οι εχθρικές πλευρές•

    договаривающие -ы τα συμβαλλόμενα μέρη.

    6. επίρ. -ой παρακάμπτοντας, προσπερνώντας• κοντά, έξω απο, εκτός.
    7. (μαθ.) πλευρά•

    -ы треугольника οι πλευρές του τριγώνου.

    εκφρ.
    в -е от кого – ξεχωριστά απο, ιδιαίτερα•
    в -уκατηγ. α) αποφεύγω, παρακάμπτω, αντιπαρέρχομαί. β) κατά μέρος, στην μπάντα (για κάτι ασήμαντο), γ) χώρια, κατά μέρος•
    на -у – σε ξένους (πουλώ κ.τ.τ.)• со -ы από άποψη, πλευρά•
    обсудить со всех -он – συζητώ (εξετάζω) απ όλες τις πλευρές•
    с вашей -ы – από την πλευρά σας•
    дядя со -ы отца – θείος από τον πατέρα•
    с одной -ы..., с другой -ы... – από τη μια πλευρά..., από την άλλη πλευρά... ή αφ ενός..., αφ ετέρου...• узнать -ой μαθαίνω εξώδικα•
    быть на -е – είμαι με το μέρος (κάποιου)•
    принять (орать, взять) -у чью – παίρνω το μέρος κάποιου•
    идти (отправляться, убирать(ся) на все четыре стороны – πηγαίνω όπου θέλω, όπου μου γουστάρει•
    смотреть (глядеть) по -ам – περιφέρω το βλέμμα μου.

    Большой русско-греческий словарь > сторона

См. также в других словарях:

  • θεῖος — 1 of masc nom sg θεῖος 2 one s father s masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θείος — (I) α, ο (AM θεῑος, α , ον, Α επικ. τ. θέειος και θεήιος, αιολ. τ. θήιος, λακων. τ. σείος) 1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή ο σταλμένος από θεό («θεῑον γένος», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ανήκει ή είναι αφιερωμένος σε… …   Dictionary of Greek

  • θείος — ο και θειος, ο αδελφός ή ξάδελφος του πατέρα ή της μητέρας κάποιου. α, ο 1. θεϊκός: Θείαβούληση. – Θεία πρόνοια. – Θεία χάρη. 2. θεσπέσιος, ανυπέρβλητος: Θεία αρμονία. 3. ιερός: Θεία κοινωνία. – Θεία λειτουργία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεῖοι — θεῖος 1 of masc nom/voc pl θεῖος 2 one s father s masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεῖον — θεῖος 1 of masc acc sg (doric) θεῖος 1 of neut nom/voc/acc sg (doric) σείω shake aor imperat act 2nd sg (epic) σείω shake fut part act masc voc sg (epic) σείω shake fut part act neut nom/voc/acc sg (epic) σείω shake pres part act masc voc sg σείω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σείω — θεῖος 1 of masc/neut nom/voc/acc dual (doric) θεῖος 1 of masc/neut gen sg (doric aeolic) σείω shake aor subj act 1st sg (epic) σείω shake fut ind act 1st sg (epic) σείω shake pres subj act 1st sg σείω shake pres ind act 1st sg σείω shake aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σείων — θεῖος 1 of fem gen pl (doric) θεῖος 1 of masc/neut gen pl (doric) σείω shake fut part act masc nom sg (epic) σείω shake pres part act masc nom sg σεί̱ων , σεῖος of fem gen pl σεί̱ων , σεῖος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεῖα — θεῖος 1 of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεῖα — θεῖος 1 of neut nom/voc/acc pl (doric) σείω shake aor ind act 1st sg (epic) σεῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεῖε — θεῖος 1 of masc voc sg (doric) σείω shake pres imperat act 2nd sg σείω shake aor ind act 3rd sg (epic) σείω shake imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) σεῖος of masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεῖος — θεῖος 1 of masc nom sg (doric) σεῖος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»