θεία π
1Θεία — Θείᾱ , Θείη fem nom/voc/acc dual Θείᾱ , Θείη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Θείᾱ , Θείης masc nom/voc/acc dual Θείᾱ , Θείης masc voc sg (attic) Θείᾱ , Θείης masc gen sg (doric aeolic) …
2θεία — θείᾱ , θεία one s father s fem nom/voc/acc dual θείᾱ , θεία one s father s fem nom/voc sg (attic doric aeolic) θεί̱ᾱ , θεῖος 1 of fem nom/voc/acc dual θεί̱ᾱ , θεῖος 1 of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
3θεία — θεία, η και θεια, η και (υποκορ.) θείτσα και θειάκω, η 1. αδελφή ή ξαδέλφη του πατέρα ή της μητέρας κάποιου. 2. προσφώνηση σε μια άγνωστη γυναίκα: Καλέ θείτσα. τα ό,τι αφορά το θεό, τα άγια, τα ιερά: Είναι βλάσφημος· βρίζει τα θεία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Θείᾳ — Θείᾱͅ , Θείη fem dat sg (attic doric aeolic) Θείᾱͅ , Θείης masc dat sg (attic doric aeolic) …
5θείᾳ — θείᾱͅ , θεία one s father s fem dat sg (attic doric aeolic) θεί̱ᾱͅ , θεῖος 1 of fem dat sg (attic doric aeolic) …
6θεία — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Ουρανού και της Γης, μητέρα του Ηλίου και της Σελήνης. Μαζί με τον αδελφό της και αργότερα σύζυγό της Υπερίωνα, ήταν ένα από τα τρία ζεύγη που προσωποποιούσαν τη δύναμη των βασικών στοιχείων της φύσης. * * * και… …
7θεια- — (από το θεία), προτακτικό γυναικείων ονομάτων με ενωτικό και χωρίς τόνο: Θεια Mαρία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8Θεία Ευχαριστία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία …
9θεία κοινωνία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία …
10θειᾷ — θειάζω to be inspired fut ind mid 2nd sg (epic) θειάζω to be inspired fut ind act 3rd sg (epic) …