θα σού σπάσω τα
1μούτρο — το (Μ μοῡτρο και μοῡτρον) συν. στον πληθ. τα μούτρα το πρόσωπο, η όψη τού ανθρώπου, η μορφή, η φάτσα («πλύνε τα μούτρα σου») νεοελλ. 1. μτφ. α) ανήθικος άνθρωπος, κατεργάρης, φαύλος («είναι αυτός ένα μούτρο») β) δύστροπος 2. φρ. α) «με τί μούτρα… …
2φλασκιά — η 1. άλλη ονομασία του φυτού νεροκολοκυθιά: Ποτίζει τις φλασκιές, για να μεγαλώσουν. 2. χτύπημα με φλάσκα (βλ. λ.): Αν σου δώσω μια φλασκιά, θα σου σπάσω το κεφάλι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)