θα πέσεις
1βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …
2στραβωμάρα — και στραβομάρα, η, Ν 1. το να είναι κανείς τυφλός 2. απερισκεψία, εσφαλμένη ενέργεια 3. κακοτυχία, δυσάρεστη περίπτωση 4. (ως κατάρα) στραβωμάρα να πέσεις να τσακιστείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράβωμα + στραβωμός + κατάλ. άρα (πρβλ. φαγωμ άρα)] …
3χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …
4Αγαρηνοί — Έτσι ονομάζονταν στον Μεσαίωνα οι μουσουλμάνοι γενικά και ειδικότερα οι Άραβες, ως απόγονοι της Άγαρ, μητέρας του γενάρχη τους Ισμαήλ (Ισμαηλίτες). H λέξη χρησιμοποιείται συχνά από τους συγγραφείς της βυζαντινής περιόδου και αναφέρεται κυρίως… …
5νύχι — το ιού 1. ο όνυχας: Κι απλώνεις πήχες τα φτερά και πιθαμές τα νύχια (Κρυστάλλης). 2. η οπλή των ζώων. 3. φρ., «Πατάει στά νύχια», πάει αθόρυβα· «Eίναι νύχι και κρέας», συνδέονται στενά· «από την κορφή ως τα νύχια», ολότελα, εντελώς· «Mην πέσεις… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6ξανοίγω — ξάνοιξα, ξανοίχτηκα, ξανοιγμένος 1. μτβ., ανοίγω κάτι διάπλατα, απλώνω: Ξάνοιξε το μαλλί να στεγνώσει. 2. μτφ., ανοίγω, χαράζω, δημιουργώ: Ξάνοιξε καινούριους δρόμους στην επιστήμη. 3. βλέπω, διακρίνω: Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7σιγά — επίρρ. τροπ. 1. αθόρυβα, χαμηλόφωνα: Μιλούσε τόσο σιγά που δεν τον άκουγε κανένας. 2. με βραδύτητα: Το πλοίο πήγαινε πολύ σιγά και αργήσαμε να φτάσουμε στον προορισμό μας. 3. «σιγά σιγά», λίγο λίγο: Σιγά σιγά πέτυχε αυτό που ήθελε. 4. «σιγά!»,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8τηράω — και τηράζω και τηρώ τήραξα 1. βλέπω, παρατηρώ, κοιτάζω: Τήρα με. 2. προσέχω, έχω το νου μου: Τήρα μην πέσεις …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9τσιγαρίζω — τσιγάρισα, τσιγαρίστηκα, τσιγαρισμένος 1. καβουρντίζω. 2. μτφ., βασανίζω, ταλαιπωρώ: Θα σε τσιγαρίσω, αν πέσεις στα χέρια μου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)