Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

θα μπορούσα να

  • 1 выбор

    выбор м 1) η εκλογή· у меня не было \выбора δεν μπορούσα διαφορετικά 2) (товаров и т. п.) η συλλογή в большом \выборе σε μεγάλη συλλογή 3) (отбор) το διάλεγμα на \выбор κατ' εκλογή
    * * *
    м
    1) η εκλογή

    у меня́ не́ было вы́бора — δεν μπορούσα διαφορετικά

    2) (товаров и т. п.) η συλλογή

    в большо́м вы́боре — σε μεγάλη συλλογή

    3) ( отбор) το διάλεγμα

    на вы́бор — κατ'εκλογή

    Русско-греческий словарь > выбор

  • 2 выбор

    выбор
    м
    1. ἡ ἐκλογἡ:
    неудачный \выбор κακή ἐκλογή· сделать \выбор διαλέγω, ἐκλέγω· \выбор пал на него σ'αὐτόν ἐπεσε ὁ κλήρος· у меня не было \выбора δέν μπορούσα νά κάνω διαφορετικἄ
    2. (ассортимент) ἡ συλλογή:
    большой \выбор товаров ἡ μεγάλη συλλογή ἐμπορευμάτων ◊ на \выбор κατ' ἐκλογήν.

    Русско-новогреческий словарь > выбор

  • 3 даже

    даже
    частица κιόλας, μάλιστα, καί ἄν ἀκόμα:
    \даже не... ὁὔτε κἄν я \даже представить себе не мог ἐγώ ὁὔτε κἄν μποροῦσα νά φαντασθώ· \даже если бы пришлось καί ἄν ἀκόμα χρειαζότανε.

    Русско-новогреческий словарь > даже

  • 4 мало

    мало
    1. нареч λίγο, ὀλίγο[ν]:
    слишком \мало πολύ λίγο*, \мало народу λίγος κόσμος· это его́ \мало интересует αὐτό λίγο τόν ἐνδιαφέρει·
    2. предик безл:
    этого \мало αὐτό δέν ἀρκεί, αὐτό εἶναι λίγο, δέν φτάνει αὐτό· ◊ \мало кто зиает πολύ λίγοι ξέρουν \мало того́ вводн. сл. ὄχι μόνο, ἐκτος αὐτοῦ· \мало того́, что... δέν φτάνει (или δέν ἀρκεί) δτι· \мало ли что! разг καί τί μ'αύτό! \мало ли что может случиться ποιος ξέρει τί μπορεί νά συμβεί· \мало ли где я мог его встретить τόσο δύσκολο ἡταν νά τόν συναντήσω, ὅπου θές μπορούσα νά τόν συναντήσω1 ни \мало не... разг καθόλου δέν...· ни \мало не смутившись χωρίς νά τά χάσει καθόλου· ни много ни \мало ὁὔτε λίγο οὔτε πολύ.

    Русско-новогреческий словарь > мало

  • 5 никак

    никак I
    парен. καθόλου, διόλου, μέ κανένα τρόπο[ν]:
    \никак не мог достать билеты μέ κανένα τρόπο δέν μπορούσα νά βρῶ εἰσιτήρια· \никак нельзя εἶναι ἀδύνατο· \никак не могу́ поверить εἶναι ἀδύνατο νά τό πιστέψω· ◊ как-\никак στό κάτω-κάτω.
    никак II
    частица (кажется, как будто) разг:
    \никак ты вернулся? ἐπέστρεψες λοιπόν;

    Русско-новогреческий словарь > никак

  • 6 отводить

    отводить
    несов
    1. (кого-л. куда-л.) ὀδηγῶ, προπέμπω, ξεπροβοδίζω/ ἀπάγω, ἀποκομίζω (уводить)/ συνοδεύω (сопровождать):
    \отводить детей домой φέρνω (или συνοδεύω) τά παιδιά στό σπίτι·
    2. (в сторону) (μβτα)στρέφω, ἐκτρέπω / παροχετεύω (воду):
    \отводить русло реки́ στρέφω τόν ροῦν τοῦ ποταμοῦ· \отводить уда́р ἀποκρούω κτύπημα·
    3. (отклонять, отвергать) ἀπορρίπτω, ἐξαιρώ/ δέν δέχομαι (кандидата и т. п.)·
    4. (землю, помещение) ὁρίζω, προσδιορίζω· ◊ \отводить ду́шу λέγω τόν πόνο μου· \отводить глаза кому́-л. ξεγελώ κάποιον я не мог отвести́ глаз δέν μπορούσα νά ξεκολλήσω τό βλέμμα μου.

    Русско-новогреческий словарь > отводить

  • 7 дозвониться

    -нюсь, -нишься
    ρ.σ.
    τηλεφωνούμαι, παίρνω τηλέφωνο•

    не уйду, пока не -нюсь δεν θα φύγω αν δεν τηλεφωνηθώ•

    не мог к вам дозвониться по телефону δεν μπορούσα να σας πάρω τηλέφωνο.

    Большой русско-греческий словарь > дозвониться

  • 8 досчитать

    ρ.σ.μ. κ. αμ. απομετρώ, τελειώνω τη μέτρηση• μετρώ ως.
    βρίσκω το λάθος λογαριάζοντας•

    долго я не мог досчитать пяти рублей; наконец -ал πολύ ώρα δεν μπορούσα να βρω, πώς λείπουν πέντε ρούβλια στο λογαριασμό• επιτέλους βρήκα γιατί•

    я тут не -ал двух рублей εδώ δεν συμπεριέλαβα στο λογαριασμό δυο ρούβλια•

    (για λογαριασμό) λείπω, δε φτάνω•

    после столкновения не-лись нескольких человек μετά τη συμπλοκή έλειψαν κάμποσα άτομα.

    Большой русско-греческий словарь > досчитать

  • 9 ещё

    επίρ.
    1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•

    он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•

    ещё раз ακόμα μι,α φορά•

    она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•

    ещё скажите ему ακόμα πέστε του•

    ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•

    нет ещё όχι ακόμα.

    2. μέχρι τώρα, ως τώρα•

    она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•

    он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•

    я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.

    3. πια, ήδη•

    дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.

    4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•

    она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.

    εκφρ.
    ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•
    нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•
    ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•
    ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•
    а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•
    чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•
    можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•
    все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•
    он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα.

    Большой русско-греческий словарь > ещё

  • 10 кабы

    σύνδεσμος κ. μόριο• αν, εάν να•

    кабы я умел летать αν μπορούσα να πετώ.

    Большой русско-греческий словарь > кабы

См. также в других словарях:

  • άμποτε — και άμποτες επιφών. (Μ ἄμποτε και ἄμποτες) είθε, μακάρι, ο Θεός να δώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄν + ποτέ. Ο τ. απαντά για πρώτη φορά, και μάλιστα με ευχετική σημασία, ως σχόλιο (ἄμποτε ἴδοιμι) τού στίχου 971 τού Προμηθέα τού Αισχύλου «χλιδῶντας ὧδε τοὺς …   Dictionary of Greek

  • αχ — και άχου και αχού και άχι επιφώνημα με το οποίο εκφράζεται: 1) πόνος, λύπη («Αχ, πώς πονώ», «Αχ, ο δύστυχος») 2) οργή, αγανάκτηση («Αχ, τον παλιάνθρωπο», «Αχ, και να σε πιάσω») 3) σφοδρή επιθυμία («Αχ, να μπορούσα») 4) ευχαρίστηση, ικανοποίηση… …   Dictionary of Greek

  • κέρβερος — Μυθολογικό ον. Είχε μορφή σκύλου με τρία (ή πενήντα) κεφάλια και ουρά φιδιού και φρουρούσε την είσοδο του Άδη. Ήταν γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας, όπως επίσης ο δικέφαλος σκύλος του Γηρυόνη, Όρθρος, η Λερναία Ύδρα και άλλα τέρατα. Ο Κ.… …   Dictionary of Greek

  • κουδουνίζω — και κουδουνάω (Μ κουδουνίζω) [κουδούνι] 1. χτυπώ το κουδούνι («κουδουνίζω μια ώρα και δεν μού ανοίγουν») 2. αναδίδω μεταλλικό ήχο σαν τού κουδουνιού («όλο το πρωί κουδούνιζε το ξυπνητήρι, αλλά δεν μπορούσα να ξυπνήσω») 3. διαδίδω μυστικό 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • παρατυγχάνω — ΝΜΑ 1. παρευρίσκομαι τυχαία, συμβαίνει να είμαι παρών («παρατυχών τε τῷ λόγω καὶ δείσας μὴ ἀναγκασθῇ Ξέρξης», Ηρόδ.) 2. (η μτχ. αορ. β ) παρατυχών, ούσα, όν όποιος συνέπεσε να παρευρίσκεται, αυτός που παρουσιάστηκε πρώτος, ο τυχαίος, ο πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • προφθάνω — ΝΜΑ, και προφταίνω κ. προφτάνω Ν 1. προλαβαίνω να κάνω κάτι πριν από κάποιον άλλο ή προτού συμβεί κάτι (α. «πρόφτασα και βγήκα από το σπίτι» β. «προέφθασεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῡς λέγων» ΚΔ, γ. «προφθάσασα καρδία γλῶσσαν» Αισχύλ.) 2. την κατάλληλη στιγμή… …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

  • Μίλερ, Άρθουρ — (Arthur Miller, Νέα Υόρκη 1915 –). Αμερικανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Αφού αποφοίτησε το 1938 από τη φιλολογική σχολή του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, ο Μ. έγραψε κομμάτια για το ραδιόφωνο, το 1944 έγραψε μια σύντομη ιστορία του …   Dictionary of Greek

  • Ντεκάρ, Ρενέ — (Rene Descartes, Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σπούδασε έως το 1612 στο κολέγιο των ιησουιτών Λα Φλες. Από την οικογένειά του προοριζόταν για το στρατιωτικό επάγγελμα· στρατεύτηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα …   Dictionary of Greek

  • αλλιώς — και αλλιώτικα επίρρ. τροπ. 1. διαφορετικά: Δυστυχώς δεν μπορούσα να κάμω αλλιώτικα. 2. ειδάλλως, ειδεμή: Να μου πληρώσεις το χρέος σου, αλλιώς θα πάω στο δικαστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλέφαρο — το το σκέπασμα του ματιού, το ματόφυλλο: Δεν μπορούσα να κρατήσω τα βλέφαρά μου ανοιχτά απότη νύστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»