θαέομαι
1θαέομαι — (Α) (δωρ. τ.) θεάομαι, ώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού θηέομαι, ιων. τ. τού θεά ομαι, ώμαι, (βλ. λ. θέα)) …
2θαέομαι — θᾱέομαι , θαέομαι pres ind mp 1st sg (epic doric ionic aeolic parad form) …
3θάομαι — (Α) 1. εκπλήσσομαι, απορώ 2. ατενίζω, βλέπω με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος ενεστ. με τον οποίο ερμηνεύονται ορισμένοι δωρ. τ. τού θαέομαι* (πρβλ. θάμεθα, θάσθε, προστ. θάεο κ.λπ.), στους οποίους το θα < θᾱε(ο) και θᾱη με συναίρεση] …
4θατύς — θατύς, ύος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) θεωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού αρχ. *θαητύς (= θεατύς) < δωρ. θᾱέομαι τού θεά ομαι, ώμαι*] …
5θαεῦνται — θᾱεῦνται , θαέομαι pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic) …
6θαησάμεναι — θᾱησάμεναι , θαέομαι aor part mp fem nom/voc pl (doric) …
7θαήσατο — θᾱήσατο , θαέομαι aor ind mp 3rd sg (doric) …
8θάησαι — θά̱ησαι , θαέομαι aor imperat mp 2nd sg (doric) …