θαυμαστά

  • 61Μουσείο Μυκόνου (Αγροτομουσείο) — Το Αγροτομουσείο της Μυκόνου, με επίκεντρο το Μύλο του Μπόνη, ο οποίος είναι ένα από τα γνωστότερα και περισσότερο φωτογραφημένα ιστορικά μνημεία της Μυκόνου, λειτουργεί ως παράρτημα του Λαογραφικού Μουσείου, καταλαμβάνοντας μία έκταση δύο… …

    Dictionary of Greek

  • 62Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …

    Dictionary of Greek

  • 63Ξαρχάκος, Σταύρος — (Αθήνα, 1939 –). Μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας στο Ωδείο Αθηνών, καθώς και στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη. Έκανε το ντεμπούτο του στη δισκογραφία το 1963 με τη μουσική της ταινίας Τα κόκκινα φανάρια συνεργαζόμενος με… …

    Dictionary of Greek

  • 64Οβίδιος — (Ovidius Naso, Σουλμόνα 43 π.Χ. – Τόμοι, Μαύρη θάλασσα 17 μ.Χ.). Λατίνος ποιητής. Από πολύ νέος είχε εκπληκτική ευκολία στη στιχουργία, την οποία εκτίμησαν πολύ στη Ρώμη οι μεγαλύτεροι ποιητές της εποχής, που ήταν φίλοι του. Την κοσμική ζωή του… …

    Dictionary of Greek

  • 65Πανίνι, Τζαν Πάολο — (Pannini, Giovanni Paolo, Πιατσέντσα περ. 1692 Ρώμη 1765). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Αφού μελέτησε στη γενέτειρά του τα έργα των μεγάλων ζωγράφων των προοπτικών εντυπώσεων (Μπιμπιένα), το 1715 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου το 1718 άρχισε… …

    Dictionary of Greek

  • 66Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …

    Dictionary of Greek

  • 67ԶԱՐՄԱՆԱԼԻ — (լւոյ, լիք, լեաց.) NBH 1 0721 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c, 12c ա. θαυμαστός, ἕκθαμβος, ἑξαίρετος, θαυμάσιος mirus, mirabilis, admirandus, exemtus, eximius Արժանի զարմանալոյ. հիանալի. սքանչելի. մեծ. ահաւոր.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 68ՍՔԱՆՉԵԼԱՐԱՐ — (ի.) NBH 2 0767 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c, 10c, 13c ա. θαυμαστοποιός, θαυμαστά ποίων miracula edens, miracula faciens παραδοξοποιός inopinata agens, vel mirabilis. Որ առնէ սքանչելիս միայն. սքանչելագործ (աստուած, եւ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 69θα(υ)μαστός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί θαυμασμό, ο άξιος θαυμασμού: Θαυμαστά τα έργα του Κυρίου. – Θαυμαστή ικανότητα …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 70ГРИГОРОВИЧ-БАРСКИЙ — [в монашестве Василий] Василий Григорьевич (псевдонимы: Василий Киевский, Григорович, Барский, Плака, Албов) (1.01.1701, Киев 7.10.1747, там же), писатель, путешественник. Род. в семье купца, дед происходил из г. Бара в Подолье. В 1715 г.… …

    Православная энциклопедия