θαυμαστά

  • 41τερατολόγος — ο / τερατολόγος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και τερατολόγα Ν (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που λέει τερατολογίες, φανταστικές ιστορίες σχετικά με αλλόκοτα ή παράδοξα πράγματα νεοελλ. 1. αυτός έχει την τάση να λέει τερατολογίες 2. επιστήμονας βιολόγος ειδικός… …

    Dictionary of Greek

  • 42τερατοποιός — όν, Α αυτός που κάνει θαυμαστά ή παράξενα πράγματα, θαυματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, ατος + ποιός*] …

    Dictionary of Greek

  • 43τερατοποιώ — έω, Α [τερατοποιός] κάνω θαυμαστά πράγματα, είμαι θαυματοποιός …

    Dictionary of Greek

  • 44τερατουργία — η, ΝΑ [τερατουργός] νεοελλ. τερατώδης πράξη, τερατούργημα αρχ. 1. το να κάνει κανείς θαυμαστά πράγματα, θαυματοποιία 2. η χρησιμοποίηση θαυμαστών πραγμάτων ή διηγήσεων 3. τάση για χρησιμοποίηση ή και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που δείχνει κανείς για …

    Dictionary of Greek

  • 45τερατουργώ — έω, ΜΑ [τερατουργός] κάνω σημεία και τέρατα, κάνω παράξενα ή θαυμαστά πράγματα, είμαι τερατουργός αρχ. επινοώ ψεύτικες, φανταστικές ιστορίες …

    Dictionary of Greek

  • 46υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …

    Dictionary of Greek

  • 47Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 48Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …

    Dictionary of Greek

  • 49Αλκίνοος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς των Φαιάκων, κατοίκων της νήσου Σχερίας, γιος του Ναυσιθόου, εγγονός του Ποσειδώνα, σύζυγος της Αρήτης, πατέρας της Ναυσικάς. Ήταν περίφημος για τη φρόνησή του και την αγάπη που του έδειχναν οι θεοί.… …

    Dictionary of Greek

  • 50αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… …

    Dictionary of Greek