θαυμαστά

  • 21επιπέτομαι — ἐπιπέτομαι (AM) (Μ και ἐπιπετάομαι) [πέτομαι] πετώ (α. «ἀετὸς ἐπιπτόμενος αἴσιος», Ξεν. β. «βέλος ἐπιπετασθέν», Ευστ.) αρχ. 1. πετώ από πάνω («ὃς ἄβραχα πεδία καρποφόρα τε γᾱς ἐπιπετόμενος ἰαχεῑ», Ευρ.) 2. πετώ, τρέχω με βιασύνη κάπου («καινὰ καὶ …

    Dictionary of Greek

  • 22θαυματοποιώ — (AM θαυματοποιῶ, έω) [θαυματοποιός] 1. κάνω θαύματα 2. κάνω θαυμαστά έργα ως θαυματοποιός, κάνω ταχυδακτυλουργίες …

    Dictionary of Greek

  • 23καινεργάτης — καινεργάτης, ὁ (Μ) (για τον θεό) αυτός που κάνει καινά, θαυμαστά πράγματα («ὁ Θεὸς καινεργάτης», Θεόδ. Λάσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + ἐργάτης] …

    Dictionary of Greek

  • 24κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …

    Dictionary of Greek

  • 25κύκνος — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 249 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται ανάμεσα στον… …

    Dictionary of Greek

  • 26μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …

    Dictionary of Greek

  • 27οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… …

    Dictionary of Greek

  • 28πανούργευμα — τὸ, Α [πανουργεύομαι] 1. πανούργημα*, πανουργία, δόλιο τέχνασμα 2. στον πληθ. τὰ πανουργεύματα (με καλή σημ.) θαυμαστά κατορθώματα …

    Dictionary of Greek

  • 29παραδοξολογώ — παραδοξολογῶ, έω ΝΑ [παραδοξολόγος] νεοελλ. λέγω απίθανα, φανταστικά πράγματα αρχ. αφηγούμαι θαυμαστά πράγματα …

    Dictionary of Greek

  • 30παραδοξολόγος — ο, ΝΑ νεοελλ. αυτός που αφηγείται απίθανες ιστορίες αρχ. αυτός που αφηγείται θαυμαστά, εκπληκτικά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοξα + λόγος*] …

    Dictionary of Greek