θανάσιμος

  • 31στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 32υπολέθριος — ον, Α σχεδόν θανάσιμος, επικίνδυνος («τὰ κωματώδεα ῥίγεα ὑπολέθρια», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ὀλέθριος] …

    Dictionary of Greek

  • 33Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …

    Dictionary of Greek

  • 34Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …

    Dictionary of Greek

  • 35Καλντερόν, Βεντούρα Γκαρθία — (Venturra Garcia Calderon, Παρίσι 1887 – 1959).Περουβιανός διπλωμάτης και συγγραφέας. Υπηρέτησε ως αντιπρόσωπος της χώρας του στις Βρυξέλλες, στη Βαρσοβία, στην Κοινωνία των Εθνών και στην ΟΥΝΕΣΚΟ. Διακρίθηκε ως συγγραφέας διηγημάτων, ανάμεσα στα …

    Dictionary of Greek

  • 36ՄԱՀԱԲԵՐ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 0195 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 11c, 12c ա. θανατηφόρος, θανάσιμος, φθοροποιός , ὁλεθροποιός, δηλήμων mortifer, lethifer, exitialis եւն. Բերօղ զմահ (մարմնոյ կամ հոգւոյ). պատճառ …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 37φονικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φόνο ή το φονιά (βλ. λ.): Φονικά όπλα. 2. αυτός που φονεύει, που προκαλεί το θάνατο, θανατηφόρος, θανάσιμος: Φονικό φάρμακο. 3. το ουδ. ως ουσ. (και χωρίς το άρθρο), φονικό φόνος …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 38θανασίμωι — θανασίμῳ , θανάσιμος deadly masc/fem/neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)