θαμνίσκος
1θαμνίσκος — θαμνίσκος, ό (Α) μικρός θάμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. αμφορ ίσκος, λυκ ίσκος)] …
2θαμνίσκος — masc nom sg …
3θαμνίσκοις — θαμνίσκος masc dat pl …
4θαμνίσκον — θαμνίσκος masc acc sg …
5θαμνίσκου — θαμνίσκος masc gen sg …
6θαμνίσκων — θαμνίσκος masc gen pl …
7θαμνίσκῳ — θαμνίσκος masc dat sg …
8-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …