1θαμεινός — crowded masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2θαμεινοί — θαμεινός crowded masc nom/voc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3θαμινός — και θαμεινός, ή, όν (Α) 1. συχνός, πυκνός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) θαμινά συχνά. επίρρ... θαμινώς (Α) θαμά, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαμά (πρβλ. πυκινός)] …
Dictionary of Greek