θαλάμη
1θαλάμη — θαλάμη, η και θαλάμι, το ιού 1. φωλιά υδρόβιων ζώων, κυρίως του χταποδιού. 2. ρινική κοιλότητα. 3. το μέρος του όπλου στο οποίο μπαίνει η σφαίρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2θαλάμη — lurkingplace fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3θαλάμῃ — θαλάμη lurkingplace fem dat sg (attic epic ionic) …
4θαλάμη — η (AM θαλάμη) το θαλάμι, η τρύπα στην οποία ζουν υδρόβια ζώα («πουλύποδος θαλάμης έξελκομένοιο», Ομ. Οδ.) νεοελλ. κοίλωμα τών φορητών όπλων, καθώς και τών πυροβόλων, το οποίο χρησιμεύει για την υποδοχή τού βλήματος αρχ. 1. σπήλαιο, κοίλωμα τού… …
5θαλάμαι — θαλάμη lurkingplace fem nom/voc pl θαλάμᾱͅ , θαλάμη lurkingplace fem dat sg (doric aeolic) …
6θαλαμᾶν — θαλάμη lurkingplace fem gen pl (doric aeolic) …
7θαλαμῶν — θαλάμη lurkingplace fem gen pl …
8θαλάμαις — θαλάμη lurkingplace fem dat pl …
9θαλάμης — θαλάμη lurkingplace fem gen sg (attic epic ionic) …
10θαλάμῃσι — θαλάμη lurkingplace fem dat pl (epic ionic) …