1θαλάμευμα — θαλάμευμα, το (Α) [θαλαμεύω] θάλαμος («ὦ θαλάμευμα Κουρήτων», Ευρ.) …
Dictionary of Greek
2θαλάμευμα — neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)