θαλλοφόρος
1θαλλοφόρος — carrying young olive shoots masc/fem nom sg …
2θαλλοφόρος — ο (Α θαλλοφόρος, ον) αυτός που κρατά στο χέρι θαλλό αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ θαλλοφόροι αυτοί που κρατούσαν θαλλούς ελιάς κατά την εορτή τών Παναθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + φορος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος, τροπαιο φόρος] …
3θαλλοφόρος — α, ο 1. αυτός που έχει ή κρατάει βλαστούς. 2. αυτός που στην πομπή των Παναθηναίων κρατούσε κλαδί ελιάς …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θαλλοφόρον — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem acc sg θαλλοφόρος carrying young olive shoots neut nom/voc/acc sg …
5θαλλοφόροι — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem nom/voc pl …
6θαλλοφόρους — θαλλοφόρος carrying young olive shoots masc/fem acc pl …
7θαλλοφορώ — θαλλοφορῶ, έω (Α) [θαλλοφόρος] κρατώ θαλλό ελιάς σε πομπή …