θαλασσινός

  • 21θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …

    Dictionary of Greek

  • 22θαλασσοξακουσμένος — η, ο περίφημος ναυτικός, ξακουστός θαλασσινός …

    Dictionary of Greek

  • 23ικανόπλοος — ἱκανόπλοος, ον (ΑΜ, Α και ἱκανόπλοιος) ικανός να πλέει, έμπειρος θαλασσινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + πλοος (ασυναίρ. τού πλους) ή πλοιος (< πλους), πρβλ. ειθύ πλοος, θαλασσό πλοος)] …

    Dictionary of Greek

  • 24μαρνέρος — ο ναύτης τών παλαιών μεγάλων ιστιοφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. manner «ναύτης, θαλασσινός»] …

    Dictionary of Greek

  • 25ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα …

    Dictionary of Greek

  • 26πλωτικός — ή, ό / πλωτικός, όν, ΝΑ [πλωτός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πλου («πλωτικά προβλήματα») 2. το θηλ. ως ουσ. η πλωτική η επιδεξιότητα στην πλεύση αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλωτικός έμπειρος ναύτης, θαλασσινός 2. φρ. «πλωτικὸς… …

    Dictionary of Greek

  • 27πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… …

    Dictionary of Greek

  • 28πρωτεύς — ο, ΝΜΑ, και πρωτέας Ν, και δωρ. τ. πρατεύς Α ως κύριο όν. Πρωτεύς μυθ. θαλάσσια θεότητα, γνωστή κυρίως από την Οδύσσεια με την ονομασία ἅλιος [θαλασσινός] γέρων, ο οποίος σχετίζεται με άλλες δύο θαλάσσιες θεότητες, τον Φόρτω και τον Νηρέα και,… …

    Dictionary of Greek

  • 29υποπελάγιος — α, ο, Ν (για θαλάσσιους οργανισμούς και κυρίως για κοράλλια και σπόγγους) αυτός που ζει προσκολλημένος ή έρπει στον βυθό τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πελάγιος «θαλασσινός, πελαγήσιος» (< πέλαγος)] …

    Dictionary of Greek

  • 30Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …

    Dictionary of Greek