θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ
1θάλεα — θάλεα, τὰ (Α) ευφροσύνη, ευθυμία («Άστυάναξ... θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού θάλος, τα] …
1θάλεα — θάλεα, τὰ (Α) ευφροσύνη, ευθυμία («Άστυάναξ... θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού θάλος, τα] …