-
1 затрагивать
затрагиватьнесов1. (касаться) θίγω, πειράζω, ἀγγίζω·2. перен θίγω:\затрагивать самолюбие θίγω τήν φιλοτιμία· \затрагивать больное место θίγω τό ἀδύνατο σημείο· \затрагивать чьи-л. интересы θίγω τά συμφέροντα κάποιου· \затрагивать вопрос θίγω τό ζήτημα. -
2 затронуть
затронуть прям., перен. αγγίζω πειράζω, θίγω \затронуть вопрос θίγω το ζήτημα* * *прям., перен.αγγίζω; πειράζω, θίγωзатро́нуть вопро́с — θίγω το ζήτημα
-
3 задевать
задевать Iнесов1. (касаться) ἀγγίζω, ἀκουμπώ κάτι κάποιον, θίγω, ἀγγίζω·2. перен (затрагивать) θίγω, προσβάλλω:\задевать самолюбие θίγω κάποιον στό φιλότιμο· \задевать чьи́-л. интересы θίγω τά συμφέροντα κάποιου· \задевать кого-л. πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειά.задевать IIсов разг χώνω, βάζω (засунуть)! βάζω, ξεχνώ ποῦ τό βάζω κάτι (затерять). -
4 затронуть
ρ.σ.μ.1. εγγίζω, θίγω, πειράζω•осколок -ул сердце το θραύσμα έθιξε την καρδιά.
2. μτφ. προσβάλλω• κεντώ•он -ул больное место αυτός έθιξε νευραλγικό σημείο•
он -ул мою честь αυτός μου έθιξε την τιμή•
они -ли его интересы αυτοί του έθιξαν τα συμφέροντα του• затронуть чью-н. слабую струнку θίγω κάποιου την αδύνατη χορδή (αδύνατο σημείο)• - вопрос θίγω ζήτημα•
затронуть самолюбие θίγω το φιλότιμο•
у него -уты легкие του πειράχτηκαν (προσβλήθηκαν!) τα πνευμόνια•
вы первые ή вы сами -ли меня εσείς πρώτοι με θίξατε.
-
5 ущемлять
ущемлятьнесов1. μαγγώνω, σφίγγω, πιάνω·2. перен (ограничивать, уменьшать) περιορίζω:\ущемлять чьи́-л. права περιορίζω τά δικαιώματα κάποιου· \ущемлять чьй-л. интересы βλάπτω τά συμφέροντα κάποιου· \ущемлять авторитет θίγω τό κῦρος·3. перен (оскорблять) προσβάλλω, θίγω:\ущемлять самолюбие θίγω τό φιλότιμο. -
6 уколоть
ρ.σ.μ.1. νύσσω, κεντρίζω, κεντώ, τρυπώ•уколоть штыком λογχίζω•
уколоть ножом μαχαιρώνω•
уколоть палец иголкой τρυπώ το δάχτυλο με το βελόνι•
уколоть шилом σουβλίζω.
2. μτφ. προσβάλλω, θίγω• πληγώνω• уколоть чем-н. самолюбие θίγω το• φιλότιμο κάποιου με κάτι• уколоть кого-н. намком θίγω κάποιον με υπαινιγμό.3. τρυπώ, κάνω τρύπες•при примерке портниха -ла всю юбку приколками στην πρόβα η μοδίστρα κατατρύπησε τη φούστα με καρφίτσες.
τρυπιέμαι, κεντρίζομαι• σουβλίζομαι•уколоть до крови κεντρίζομαι μέχρι αίμα.
-
7 унижать
ρ.δ.1. ταπεινώνω, ξευτελίζω• εκφαυλίζω•унижать гордых ταπεινώνω τους περήφανους•
пьянство -ает человека το μεθύσι ξευτελίζει τον άνθρωπο.
2. θίγω, προσβάλλω•унижать чужое достоинство θίγω την αξιοπρέπεια του άλλου•
унижать честь кого-н. θίγω την τιμή κάποιου.
ταπεινώνομαι, ξευτελίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
8 дотрагиваться
-
9 задеть
-
10 касаться
касаться 1) (прикасаться) θίγω, εγγίζω 2) (иметь отношение ) αφορώ это меня не \касатьсяется αυτό δε με αφορά что \касатьсяется меня... όσο για μένα...* * *1) ( прикасаться) θίγω, εγγίζω2) ( иметь отношение) αφορώэ́то меня́ не каса́ется — αυτό δε με αφορά
что каса́ется меня́... — όσο για μένα…
-
11 оскорбить
-
12 прикоснуться
-
13 тронуть
тронуть 1) αγγίζω, πειράζω, θίγω 2) (взволновать ) συγκινώ* * *1) αγγίζω, πειράζω, θίγω2) ( взволновать) συγκινώ -
14 зацепить
-едлю, -епишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зацепленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.1. μ. αγκιστρώνω, γαντζώνω. || εγγίζω, θίγω άθελα. || σκαλώνω, στεργιώνω, αναρτώ.2. μτφ. Θίγω (αισθήματα, συμφέροντα), γγίζω εκεί που πονά.προσκόπτω, πιάνομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι•рукав -лся за гвоздь το μανίκι σκάλωσε στο καρφί.
|| γαντζώνομαι, πιάνομαι, αρπάζομαι, κρατιέμαι. -
15 трогать
ρ.δ.μ.1. θίγω, εγγίζω• ψαύω, άπτομαι•трогать пальцем εγγίζω με το δάχτυλο.
|| επιθέτω• ακουμπώ. || παίρνω•эти деньги не -айте! αυτά τα χρήματα μην τα πειράζετε! || επιχειρώ κάτι• επιλαμβάνομαι, ανησυχώ ενοχλώ•
никто здесь нас не трогал κανένας εδώ δε μας ενοχλούσε.
|| επιτίθεμαι•собака эта никого не -ает αυτό το σκυλί δε χύνεται σε κανέναν.
2. μτφ. κινώ ελαφρά, προκαλώ ελαφρά κίνηση.3. μτφ. συγκινώ•меня -ает е судьба με συγκινεί η τύχη της•
трогать до слз συγκινώ μέχρι δάκρυα•
его речь -ает сердца слушателей ο λόγος του συγκινεί τις καρδιές των ακροατών.
4. κουνώ, κινώ, παρακινώ, παροτρύνω.5. ξεκινώ, εκκινώ•лошади -ают τα άλογα ξεκινούν.
|| трогатьай προστκ. (για άλογο, αμαξά κ.τ.τ.)• άιντε, ξεκινά, πάμε, τράβα.1. θίγω, εγγίζω, άπτομαι• ψαύω.2. ξεκινώ, εκκινώ• αναχωρώ, φεύγω•поезд -ается το τρένο ξεκινά•
трогать в путь ξεκινώ για δρόμο (πορεία)•
3. μετακινούμαι•не трогать с места δεν το κουνώ από τη θέση.
4. μτφ. συγκινούμαι• — до слз συγκινούμαι μέχρι δάκρυα. -
16 ущемить
-млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ущемленный, βρ: -лен, -лена, -леноρ.σ.μ.1. βλ. защемить.2. μτφ. περιορίζω• στραγγαλίζω. || προσβάλλω, θίγω• βλάπτω•ущемить достоинство, самолюбие θίγω την αξιοπρέπε ια, το φιλότιμο.
βλ. защемиться. -
17 дотрагиваться
дотрагиватьсянесов, дотронуться сов ἀγγίζω, ἐγγίζω, θίγω. -
18 зацепить
зацепитьсов, зацеплять несов1. γαντζώνω, ἀγκιστρώνω / тех. συνδέω μέ γάντζο·2. (случайно) ἀγγίζω, ἀκουμπώ κάτι, κάποιον, θίγω·3. перен разг ἀρπάζομαι, πιάνομαι (ἀπό κάπου). -
19 касаться
кас||а́тьсянесов1. θίγω, ἐγγίζω, ἀγγίζω·2. перен (упоминать) μνημονεύω, θίγω13. (иметь отношение) ἀφορώ (κάποιον, κάτι):это тебя не \касатьсяа́ется αὐτό δέν σέ ἀφορα· что \касатьсяа́ется меня... ὀσον ἀφορᾶ ἐμένα..., ὀσο γιά μένα. -
20 обижать
обижатьнесов1. προσβάλλω, πειράζω, θίγω·2. (обделять, тж. чем) ἀδικῶ.
См. также в других словарях:
θίγω — θίγω, έθιξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θίγω — έθιξα, θίχτηκα, θιγμένος 1. εγγίζω, βάζω χέρι κάπου: Ο διαρρήκτης δεν έθιξε τα κοσμήματα. 2. προσεγγίζω, πλησιάζω: Αυτό θίγει τα όρια της βλακείας. 3. γεύομαι, δοκιμάζω: Ο άρρωστος δεν έθιξε τίποτε από όσα του έφεραν να φάει. 4. προσβάλλω: Τι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… … Dictionary of Greek
θίγω — θιγγάνω touch aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπροπηλακίζω — Μ προπηλακίζω επίσης, θίγω κάποιον κατά τον ίδιο τρόπο όπως και κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + προπηλακίζω «θίγω, επιρρίπτω κατηγορία»] … Dictionary of Greek
αγγίζω — 1. επιθέτω, ακουμπώ απαλά τα δάχτυλά μου κάπου, ψαύω 2. θίγω, πειράζω, ενοχλώ 3. συγκινώ 4. προσεγγίζω, πλησιάζω 5. ακουμπώ, άπτομαι 6. ψηλαφώ, εξετάζω 7. δοκιμάζω, γεύομαι 8. μέσ. θυμώνω, ενοχλούμαι, πειράζομαι 9. παθ. προσβάλλομαι από σοβαρή… … Dictionary of Greek
αγγιάζω — [αγγίζω] 1. αγγίζω 2. ενοχλώ, προσβάλλω, θίγω … Dictionary of Greek
αντιλαμβάνομαι — (AM ἀντιλαμβάνω κ. ομαι) 1. καταλαβαίνω, κατανοώ, εννοώ 2. έχω ικανότητα αντιληπτική || ω μσν. διαδέχομαι αρχ. παίρνω κάτι αντί για κάτι άλλο, ανταλλάσσω ομαι αρχ. μσν. βοηθώ «άντιλαβοῡ, σῶσον, ἐλέησον» αρχ. 1. κρατώ, πιάνω κάτι 2. κρατιέμαι,… … Dictionary of Greek
εναφάπτω — ἐναφάπτω και ιων. τ. ἐνάπτω (Α) 1. αγγίζω ελαφρά, θίγω 2. δένω, προσδένω, προσαρτώ σε κάτι … Dictionary of Greek
ενοχλώ — (AM ἐνοχλῶ, έω) [οχλώ] προκαλώ ενόχληση, ταράζω την ησυχία κάποιου μσν. νεοελλ. πειράζω, θίγω μσν. βασανίζω αρχ. γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός … Dictionary of Greek
επηρεάζω — (AM ἐπηρεάζω) ασκώ βλαβερή επίδραση νεοελλ. 1. επιδρώ, επενεργώ («η υγρασία επηρεάζει τα μέταλλα») 2. (για πρόσ.) επιδρώ στη βούληση ή στο συναίσθημα άλλου («επηρεάζεται εύκολα από τους γύρω του») αρχ. μσν. 1. ενοχλώ («ἐπηρεάζων μοι συνεχῶς καὶ… … Dictionary of Greek