θήσομαι

  • 11ήσις — ἧσις, ἡ (Α) τέρψη, ηδονή, ευχαρίστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ησ τού ήδομαι (πρβλ. ησ θήσομαι, μέλλ. τού ήδομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 12ευθυρρήμων — εὐθυρρήμων, ον (Α) αυτός που μιλάει με ευθύτητα, αυτός που λέει τα πράγματα όπως είναι. επίρρ... εὐθυρρημόνως με ελευθερία λόγου, με παρρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + ρήμων (< ρήμα < θ. ρη τού είρω «λέγω, δηλώνω», πρβλ. ρη τός, ρη θήσομαι),… …

    Dictionary of Greek

  • 13ηστός — ἡστός, ή, όν (Α) ηδονικός, ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ησ (τού ήδομαι, πρβλ. ησ θήσομαι) + κατάλ. τος] …

    Dictionary of Greek

  • 14καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 15πάρεργος — η, ο / πάρεργος, ον, ΝΑ 1. αυτός που γίνεται εκτός από το κύριο έργο και δεν είναι τόσο σημαντικός όσο αυτό, επουσιώδης, δευτερεύων, παραπανήσιος 2. το ουδ. ως ουσ. το πάρεργο επουσιώδης ασχολία, δευτερεύουσα απασχόληση (α. «τό έχω ως πάρεργο» β …

    Dictionary of Greek

  • 16συστάδα — η / συστάς, άδος, ΝΜΑ, και ξυστάς Α ομάδα από αντικείμενα, ιδίως δένδρα ή θάμνους, που στέκονται κοντά το ένα με το άλλο νεοελλ. το σύνολο τών δένδρων που φύονται σε μια δασική έκταση αρχ. 1. (κατά τον Πολυδ.) «ζυγὰς μὲν καὶ συστὰς ἡ ἀμπελόφυτος… …

    Dictionary of Greek

  • 17συστάδην — ΝΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «εκ τού συστάδην» από κοντά αρχ. συσταδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συστα τού συνίσταμαι (πρβλ. παθ. μέλλ. συστα θήσομαι) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, στα δην)] …

    Dictionary of Greek

  • 18συσταδόν — και αττ. ξυσταδόν Α επίρρ. σε πυκνή παράταξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συστα τού συνίσταμαι (πρβλ. παθ. μέλλ. συστα θήσομαι) + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. παρα στα δόν)] …

    Dictionary of Greek

  • 19διακριθήσομαι — διακρῐθήσομαι , διακρίνω separate one from another fut ind pass 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 20κατακλιθήσομαι — κατακλῐθήσομαι , κατακλίνω lay down fut ind pass 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)