θήρωνα

  • 1Θήρωνα — Θήρων masc acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Πίνδαρος — I Αρχαίος Έλληνας ποιητής (Κυνός Κεφαλαί, Βοιωτία 518 Άργος 440 π.Χ.), ο κορυφαίος των αρχαίων λυρικών. Ξένος πνευματικά στη μεταβολή που ακολούθησε μετά τους περσικούς πολέμους και οδήγησε στον θρίαμβο της δημοκρατίας, παράμεινε επίμονα… …

    Dictionary of Greek

  • 3Συρακούσες — Όνομα δύο πόλεων, μια στην Ευρώπη και η άλλη στην Αμερική. 1. Πόλη της Σικελίας (ιταλ. Siracusa), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.109 τ. χλμ., με 125.445 κατ.). Έδρα σημαντικών βιομηχανιών μεταλλουργίας, χημικών προϊόντων, τροφίμων και… …

    Dictionary of Greek

  • 4ιμέρα — Αρχαία πόλη της Σικελίας. Ήταν χτισμένη στη βόρεια παραλία του νησιού, δυτικά των εκβολών του ομώνυμου ποταμού. Η Ι. ιδρύθηκε στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. από αποίκους της Ζάγκλης και από Συρακούσιους εξόριστους. Τα νομίσματά της του 6ου και 5ου αι …

    Dictionary of Greek

  • 5Αινησίδημος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος από την Κνωσό (1ος; αι. μ.Χ.). Δίδαξε στην Αλεξάνδρεια και έθεσε ως σκοπό του να επαναφέρει τον ακαδημαϊκό σκεπτικισμό, που τότε είχε μεταμορφωθεί σε εκλεκτισμό από τον Φίλωνα τον Λαρισαίο και τον Αντίοχο… …

    Dictionary of Greek

  • 6Ακράγας ή Ακράγαντας — Αρχαία ελληνική πόλη της Σικελίας. Στην τοποθεσία της βρίσκεται σήμερα η πόλη Αγκριτζέντο (Agrigento, 52.900 κάτ. το 2002). Αποτελεί πρωτεύουσα επαρχίας, χτισμένη σε λόφο που δεσπόζει στη θάλασσα, περίπου 4 χλμ. από τη νότια ακτή του νησιού, όπου …

    Dictionary of Greek

  • 7Γέλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γ. Α’ (περ. 540 – 478 π.Χ.). Τύραννος της Γέλας και των Συρακουσών, γιος του Δεινομένη. Καταγόταν από τον ιεραρχικό οίκο του Τηλίνη, ιερέα των χθόνιων θεοτήτων, από την Τήλο. Αρχικά, αρχηγός ιππικού του τυράννου της… …

    Dictionary of Greek

  • 8Δαμαρέτη — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Κόρη του Θήρωνα και σύζυγος του Γέλωνα, αμφότεροι τύραννοι των Συρακουσών. Μετά τον θάνατο του Γέλωνα, η Δ. παντρεύτηκε τον αδελφό του Πολύζηλο. Η Δ. ήταν εκείνη που παρακίνησε τον Γέλωνα να επισπεύσει τη σύναψη… …

    Dictionary of Greek

  • 9Θρασυδαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ηγεμόνας της Λάρισας (5ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από το γένος των Αλευαδών. Αφού επιχείρησε, μάταια, μαζί με τον Θώρακα και τον Ευρύπολο να αντιμετωπίσει τον Ξέρξη, μήδισε και πέρασε στο περσικό… …

    Dictionary of Greek