θήρατρον
1θήρατρον — θήρᾱτρον , θήρατρον instrument of the chase neut nom/voc/acc sg …
2θήρατρο — το (ΑΜ θήρατρον) [θηρώ] όργανο που χρησιμοποιείται για τη σύλληψη θηραμάτων, παγίδα, δόκανο, δίχτυ, απόχη κ.λπ …
3θηρώ — θηρῶ, άω (Α) 1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. τού συλλαμβάνω 2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω 3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου 4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι 5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω… …
4ՈՐՍԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0538 Chronological Sequence: Unknown date գ. Որս. որսալն. եւ Գործի որսալոյ. որպէս յն. θήρατρον, ρα instrumentum venatorium. *Լինին քեզ կարթք՝ պատրաստելով ի մահ, եւ որսանք բազմապատիկ ի կորուստ. Վրք. հց. ՟Զ. ձ …
5θηράτροις — θηρά̱τροις , θήρατρον instrument of the chase neut dat pl …
6θηράτρου — θηρά̱τρου , θήρατρον instrument of the chase neut gen sg …
7θηράτρων — θηρά̱τρων , θήρατρον instrument of the chase neut gen pl …
8θήρατρα — θήρᾱτρα , θήρατρον instrument of the chase neut nom/voc/acc pl …