-
1 футляр
футляр м η θήκη; \футляр для очков η θήκη για τα γυαλιά* * *мη θήκηфутля́р для очко́в — η θήκη για τα γυαλιά
-
2 сумка
1. (для ношения чего-л.) η τσάντα (ξεν.)ο σάκκοςη θήκη, το σακκίδιο- для инструмента η θήκη του εργαλείου, η εργαλειοθήκη2. бот. о ασκός 3. анат. το περίβλημαоколосердечная - мед. το περικάρδιο4. зоол. о μάρσιπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сумка
-
3 чехлить
ρ.δ.μ. καλύπτω, σκεπάζω, βάζω τη θήκη, θηκαρώνω•чехлить орудия σκεπάζω τα πυροβόλα•
чехлить охотничье оружие περνώ τη θήκη στο κυνηγετικό όπλο ή βάζω το όπλο στη θήκη.
-
4 чехол
-хла α. κάλυμμα, σκέπασμα• θήκη•чехол ружь в -хле το όπλο είναι στη θήκη• κό•
чехол жанный чехол δερμάτινη (πέτσινη) θήκη.
|| είδος κρουστού υφάσματος. -
5 чехол
-
6 корпус
корпусм1. (туловище) τό σώμα, τό κορμί·2. (корабля) τό σκάφος πλοίου·3. (здание) ἡ οίκοδομή, τό χτίριο·4. полигр. τά στοιχεία των 10 στιγμών5. воен. τό σώμα:армейский \корпус τό σώμα στρατού·6. тех. τό πλαίσιο[ν], ἡ θήκη:\корпус карманных часов ἡ μεταλλική θήκη τοῦ μηχανισμού ὠρολογίου· ◊ дипломатический \корпус τό διπλωματικόν σώμά кадетский \корпус ист. ἡ στρατιωτική σχολή. -
7 ножны
ножнымн. ἡ θήκη, τό θηκάρι, ὁ κολεός:вынимать из ножен ξεσπαθώνω, ξεθηκαρωνω· вложить саблю в \ножны βάζω τό σπαθί στή θήκη του. -
8 футляр
футлярм ἡ θήκη:\футляр для очко́в ἡ θήκη τῶν γυαλιών. -
9 ножны
-жен, -жнам κ. ножны-жон, -жнам; πλθ. θήκη, θηκάρι, κολεός•кожаные ножны δερμάτινη θήκη•
вынимать из ножен ξεθηκαρώνω•
ножны от кинжала θηκάρι δίκοπου μαχαιριού.
-
10 саадак
-а α.παλ. θήκη τόξου. || τόξο και φαρέτα στη θήκη. -
11 футляр
-а α.θήκη•футляр очков θήκη για τα ματογυάλια.
εκφρ.человек в футляре – άνθρωπος κλειστός, κλεισμένος στο καβούκι-του, φοβητσιάρης. -
12 чехольный
επ.για θήκη•-ое полотно ύφασμα για θήκη.
-
13 блок-обойма
η θήκη μακαράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > блок-обойма
-
14 влагалище
1. бот. о κολεός, η θήκη 2. анат. о κόλπος (της μήτρας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > влагалище
-
15 капсула
1. (растворимая оболочка) η κάψα, η κάψουλα, το περίβλημα 2. (защитная оболочка) η θήκη 3. (слизистое вещество) ο ινώδης θύλακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > капсула
-
16 коронка
1. тех. το στεφάνι 2 (наружная часть зуба) η κορώνα του δοντιού 3. (колпачок, надеваемый на зуб с целью его сохранения) η στεφάνη του δοντιούразг. η θήκηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коронка
-
17 корпус
1. тех. το σώμα, ο κορμός, το κέλυφος, το πλαίσιο, η θήκη· - амортизатора - του απορροφητήρα κραδασμών- транзистора - της κρυσταλλολυχνίας, разг. του τρανζίστορ (ξεν.)2. (остов судна) το σκάφος* наружный - судна το εξωτερικό περίβλημα του σκάφους 3. (здание) το (χωριστό) τμήμα (ενός) μεγάλου οικο-δομήματος/κτηρίου 4. полигр. το στοιχείο των 10 στιγμών 5. (туловище) το σώμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корпус
-
18 пепельница
το στακτοδοχείο, η στακτο-θήκη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пепельница
-
19 планшет
1. (геод) ο πίνακας υποτύπωσης 2. (сумка) η τσάντα/θήκη για τους χάρτες.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планшет
-
20 плюска
бот. το κύπελλο, η (ξυλώδης και αγκαθωτή) θήκη μερικών καρπών (π.χ. των βαλανιδιών, φουντουκιών, καστανιών κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плюска
См. также в других словарях:
θήκη — case fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκῃ — θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η 1. σκεύος για τη φύλαξη κάποιου αντικειμένου: Θήκη εργαλείων. – Θήκη πιστολιού. – Θήκη για τα γυαλιά κτλ. 2. θηκάρι: Θήκη του ξίφους. 3. συνθετικό πολλών λέξεων: Βιβλιοθήκη, πιατοθήκη, τσιγαροθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
θήκη συνόλου — (Μαθημ.).Το σύνολο των σημείων επαφής ενός συνόλου ΑΠ (σύνολο των πραγματικών αριθμών). Ένα σημείο ξ της ευθείας των πραγματικών αριθμών ονομάζεται σημείο επαφής του συνόλου Α τότε και μόνο τότε αν για κάθε ε>0 υπάρχει ένα Χ∈Α με… … Dictionary of Greek
μυελίνης, θήκη — Λιπώδες κάλυμμα που περιέχει προστασία και ηλεκτρική μόνωση γύρω από τις ίνες αγωγιμότητας των νευρικών κυττάρων … Dictionary of Greek
θηκιάζω — [θήκη] τοποθετώ πράγματα μέσα σε θήκη, σκεύος ή κιβώτιο («θηκιάζω τα ρούχα») … Dictionary of Greek
θήκηι — θήκῃ , θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηκῶν — θήκη case fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῆκαι — θήκη case fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκαις — θήκη case fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)