θέτο
1θέτο — τίθημι p aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …
2Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο …
3ἐπλάθετο — ἐπλά̱θετο , πλάθω approach imperf ind mp 3rd sg ἐπλά̱θετο , πλήθω to be full imperf ind mp 3rd sg (doric) …
4УСЫНОВЛЕНИЕ — • Adoptio, сокр. из adoptatio, различают: a) adoptio в тесном смысле слова, когда лицо, которое хотят усыновить, находится само еще под отеческой властью, b) arrogatio, если усыновляемый достиг уже гражданской… …
5ATALANTA — I. ATALANTA Arcadica virgo, et venatrix, Iasii sive Iasionis, vel, ut alii malunt, Abantis Regis Argivorum, filia, quae, conservandae virginitatis studiô, Dianae se dedit comitem, sub qua meruit in silvis, adeo ut vastissimum aprum interfecerit… …
6επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… …
7νομοθέτημα — το (ΑΜ νομοθέτημα) [νομοθετώ] κείμενο που έχει τον χαρακτήρα νόμου, κανόνας δικαίου, αλλ. θετό δίκαιο αρχ. σύμβαση, ύπαρξη κατά σύμβαση («τά δὲ εἴδεα οὐ νομοθετήματα ἀλλά βλαστήματα», Ιπποκρ.) …
8πάμφυλος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Αιγιμία και αδελφός του Δυμάνα. Βασίλεψε στην Πίνδο της Δωρίδας Δωριέων, και πολέμησε μαζί με τον θετό αδελφό του Ύλλο, γιο του Ηρακλή, στην Πελοπόννησο. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, σκοτώθηκε μαζί με τον αδελφό του …
9παραπαίδι — το 1. θετό παιδί 2. παραγιός ή παρακόρη …
10τέκνο — το / τέκνον, ΝΜΑ 1. ο γόνος, το παιδί, γιος ή κόρη, σε σχέση προς τους γονείς του (α. «το τέκνο μου το μοναχό, το κανακάρικό μου», Θυσ. Αβρ. β. «γλυκύτατόν μου τέκνον», Ακολ. Μ. Σαββ. γ. «σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΚΔ δ. «ἄλοχοι καὶ νήπια τέκνα»,… …