θέτης
1θέτης — θέτης, ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) [τίθημι] αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει ξένο παιδί ως δικό του αρχ. 1. αυτός που ορίζει κάτι («θέτης ὀνόματος» ο ονοματοθέτης) 2. αυτός που υποθηκεύει, που βάζει ενέχυρο …
2θέτης — one who places masc nom sg …
3θετῶν — θέτης one who places masc gen pl θετός placed fem gen pl θετός placed masc/neut gen pl …
4θέτην — θέτης one who places masc acc sg (attic epic ionic) …
5θέτου — θέτης one who places masc gen sg …
6θέτω — θέτης one who places masc gen sg (attic epic ionic) τίθημι p aor imperat act 3rd sg …
7θεσμοθέτης — ο, θηλ. θεσμοθέτις, ιδος (ΑΜ θεσμοθέτης, θηλ. θεσμοθέτις) αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την τήρηση τους αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.) οἱ θεσμοθέται οι έξι από τους εννέα ενιαυσιους άρχοντες τής αρχαίας… …
8θέτ' — θέτα , θέτης one who places masc voc sg θέτα , θέτης one who places masc nom sg (epic) θέται , θέτης one who places masc nom/voc pl θέτᾱͅ , θέτης one who places masc dat sg (doric aeolic) θέτε , τίθημι p aor imperat act 2nd pl θέται , τίθημι p… …
9θημωνοθετώ — θημωνοθετῶ, έω (Α) τοποθετώ σε σωρό, θημωνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θημών + θετώ (< θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο θέτης, θεσμο θέτης] …
10ιεροθέτης — ἱεροθέτης, ὁ (Μ) αυτός που όριζε τις ιερές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. δικαιο θέτης, παλαιο θέτης] …