θέσμιος
1θέσμιος — fixed masc/fem nom sg …
2θέσμιος — α, ο (ΑΜ θέσμιος, ον και ία, ον Α και δωρ. τέθμιος) [θεσμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμούς, που είναι σύμφωνος προς τους θεσμούς 2. (το ουδ. ως ουσ. στον εν. και στον πληθ.) το θέσμιο(ον) και τα θέσμια θεσμός, καθιερωμένη… …
3θέσμιος — α, ο που ανήκει ή αναφέρεται στους θεσμούς, ο σύμφωνος προς τους νόμους, νόμιμος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θέσμιον — θέσμιος fixed masc/fem acc sg θέσμιος fixed neut nom/voc/acc sg …
5τέθμιον — θέσμιος fixed masc/fem acc sg (doric) θέσμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) τέθμιος fixed masc acc sg (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) τέθμιος fixed masc/fem acc sg (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc sg (doric) …
6θεσμίοις — θέσμιος fixed masc/fem/neut dat pl …
7θεσμίων — θέσμιος fixed masc/fem/neut gen pl …
8θέσμια — θέσμιος fixed neut nom/voc/acc pl …
9τέθμια — θέσμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) τέθμιος fixed neut nom/voc/acc pl (doric) …
10τέθμιος — θέσμιος fixed masc/fem nom sg (doric) τέθμιος fixed masc nom sg (doric) τέθμιος fixed masc/fem nom sg (doric) …
- 1
- 2