1θέραπες — θέραψ masc nom/voc pl …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2θέραψ — θέραψ, ὁ (Α) θεράπων («Φοίβου Δελφοὶ θέραπες», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού θεράπων*. ΠΑΡ. θεραπεύω αρχ. θεράπιον, θεραπίς] …
Dictionary of Greek