θέλω και

  • 21μανιτζάρω — και μαλιτζάρω χειρίζομαι («το σπαθί να βγάλω απ το φουκάρι, να δεις με πόση μαστοριά θέλω τό μανιτζάρει», Φορτουν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. manizar] …

    Dictionary of Greek

  • 22ολπίζω — και ορπίζω (Μ ὀλπίζω) ελπίζω («θέλω να σε αφηγηθώ αφήγησιν μεγάλην... ολπίζω να σ αρέση», Χρον. Μoρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ελπίζω (πρβλ. ερμηνεύω: ορμηνεύω)] …

    Dictionary of Greek

  • 23πεσσείω — και πεττειῶ Α [πεσσείον] θέλω να παίξω πεσσούς …

    Dictionary of Greek

  • 24συνεθέλω — και ποιητ. τ. συνθέλω Α [ἐθέλω / θέλω] έχω την ίδια θέληση με κάποιον άλλον …

    Dictionary of Greek

  • 25Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …

    Dictionary of Greek

  • 26έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …

    Dictionary of Greek

  • 27θα — (μόριο) 1. δηλώνει κάτι που πρόκειται να γίνει στο μέλλον («θα γράψω») 2. δηλώνει δυνητική διάθεση («θα έγραφα, αν είχα καιρό») 3. δηλώνει κάτι το πιθανό («κάτι θα τού έτυχε, γι* αυτό δεν ήρθε»). [ΕΤΥΜΟΛ. θα < θανά < θε να (με αφομοίωση)… …

    Dictionary of Greek

  • 28συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 29Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …

    Wikipedia

  • 30έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για …

    Dictionary of Greek