θέλω και

  • 121κιβδηλεύω — (ΑΜ κιβδηλεύω) [κίβδηλος] νοθεύω, παραποιώ ευγενή μέταλλα, κυρίως χρυσό και άργυρο, ή νομίσματα ή εμπορεύματα (α. «τοῑς τὸ νόμισμα κιβδηλεύουσιν», Αριστοτ. β. «πᾱς γὰρ τῶν κατ ἀγορὰν ὁ κιβδηλεύων τι ψεύδεται καὶ ἀπατᾱ», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 122λογαριασμός — ο (AM λογαριασμός) [λογαριάζω] μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό») νεοελλ. 1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός τής ΔΕΗ») 2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με… …

    Dictionary of Greek

  • 123μεζές — ο 1. έδεσμα σε μικρή ποσότητα και συνήθως σε μικρά κομμάτια που προσφέρεται ως ορεκτικό για να συνοδέψει το κρασί ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό 2. (κατ επέκτ.) ελάχιστη ποσότητα φαγητού («το μεσημέρι δεν έφαγα, έναν μεζέ πήρα μόνο») 3. μτφ. μικρό… …

    Dictionary of Greek

  • 124μεταλλώ — μεταλλῶ, άω (Α) 1. ερευνώ επιμελώς, ζητώ λεπτομερείς πληροφορίες, αναζητώ ή εξετάζω με προσοχή («ἐμοὶ οὐ φίλον ἐστὶ μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) εξετάζω, ρωτώ, ανακρίνω κάποιον 3. προσαγορεύω («ἀντεφθέγξατο δ ἀρτιεπὴς… …

    Dictionary of Greek

  • 125μιλιά — η 1. ομιλία 2. ο τόνος τής φωνής, η λαλιά, η προφορά («τόν κατάλαβα από τη μιλιά του») 3. (ως προσταγή) σιωπή, σκασμός 4. φρ. α) «δεν θέλω μιλιά» δεν δέχομαι αντίρρηση β) «γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει» λέγεται για τους υπερβολικά ολιγόλογους 5 …

    Dictionary of Greek

  • 126μόδος — ο (Μ μόδος) 1. τρόπος («εις κάποιο μόδο γεις τ αλλού ήπαιζε με τ αμμάτι», Ερωτόκρ.) 2. μέθοδος 3. δυνατότητα 4. μέσο 5. φρ. α) «είμαι τού μόδου μου» είμαι ελεύθερος β) «κάνω μόδο» i) βρίσκω τρόπο ii) πετυχαίνω νεοελλ. επάρκεια πόρων ζωής,… …

    Dictionary of Greek

  • 127νωρεί — νωρεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐνεργεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νωρεῖ (πρβλ. νῶροψ) έχει αναχθεί στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα νωρ τής ΙΕ ρίζας * ner «ζωτική δύναμη, άντρας» (πρβλ. λιθουαν. noras «θέληση, βούληση», noriu eti «θέλω», λατ. Nerō) και έχει …

    Dictionary of Greek

  • 128ξαμώνω — (Μ ξαμώνω και ἐξαμώνω και ἀξαμώνω) 1. σηκώνω το χέρι για να χτυπήσω κάποιον («κι απόκει τρέχ απάνω ντου με τ αγριωμένο χέρι, κι εξάμωσε να τού βαρεί ς τσί κεφαλής τα μέρη», Ερωτόκρ.) 2. ορμώ, επιτίθεμαι 3. υπολογίζω το μέγεθος, το βάρος, τη… …

    Dictionary of Greek