θάσια
1Θασία — Θασίᾱ , Θάσιος of fem nom/voc/acc dual Θασίᾱ , Θάσιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2Θάσια — Θάσιος of neut nom/voc/acc pl …
3Θασίας — Θασίᾱς , Θάσιος of fem acc pl Θασίᾱς , Θάσιος of fem gen sg (attic doric aeolic) …
4Θασίαν — Θασίᾱν , Θάσιος of fem acc sg (attic doric aeolic) …
5Θάσι' — Θάσια , Θάσιος of neut nom/voc/acc pl Θάσιε , Θάσιος of masc voc sg Θάσιαι , Θάσιος of fem nom/voc pl …
6θάσιος — ία, ο (AM θάσιος, ία, ον) αυτός που προέρχεται από τη Θάσο ή ανήκει στη Θάσο·|| αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό Θάσιος ονομασία μήνα 2. το ουδ. ως ουσ. τό θάσιον μέτρο στην Αίγυπτο 3. φρ. α) «ἡ θασία ἄλμη» και μόνο «θασία» είδος αλμυρού καρυκεύματος ή… …