θάνῃς
1θάνης — ο (στην Αγγλία) τίτλος ευγενείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. thane)] …
2θάνῃς — θνήσκω aor subj act 2nd sg …
3θάνηις — θάνῃς , θνήσκω aor subj act 2nd sg …
4κοινοθανής — κοινοθανής, ές (Α) επιγρ. αυτός που αναφέρεται σε κοινό θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + θανής (< θ. θαν τού θνήσκω, πρβλ. αόρ. β ἔ θαν ον), πρβλ. αωρο θανής, νεο θανής] …
5ολοθανής — ὁλοθανής, ές (ΑΜ) νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + θανής (< θ. θαν τού θνήσκω, πρβλ. αόρ. β ἔ θαν ον), πρβλ. ημι θανής, νεο θανής] …
6ημιθανής — ές (AM ἡμιθανής, ές) αυτός που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, σε κώμα, μισοπεθαμένος, σχεδόν νεκρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θανής (< θνήσκω) πρβλ. αρτι θανής] …
7νεοθανής — νεοθανής, ές (ΑΜ) αυτός που πέθανε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θανής (< θ. θαν τού θάνατος), πρβλ. αρτι θανής] …
8τρισθανής — ές, Α αυτός που τού αξίζει να θανατωθεί τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + θανής (< θνῄσκω), πρβλ. ἡμι θανής] …
9αγχιθανής — ἀγχιθανής, ές (Α) αυτός που βρίσκεται κοντά στον θάνατο, ο ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + θανής < θαν , θ. αορ. β΄ τού θνήσκω] …
10αειθανής — ἀειθανής, ές (Α) αυτός που κατέχεται διαρκώς από τον φόβο τού θανάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + θανής < θαν , θ. αόρ. β ἔθανον τού θνῂσκω] …
- 1
- 2