θάνῃς

  • 11αθανής — ἀθανής, ές (Μ) ο αθάνατος* [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + θανής < θ. θαν τού ἔθανον < θνήσκω] …

    Dictionary of Greek

  • 12αρτιθανής — ἀρτιθανής, ές (Α) αυτός που πέθανε πριν λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + θανής < (θ.) θαν , έθανον (αόρ. β του θνήσκω) (πρβλ. αειθανής] …

    Dictionary of Greek

  • 13βιοθανής — βιοθανής, ές (Μ) 1. αυτός που πέθανε από βίαιο θάνατο 2. εκείνος που αυτοκτόνησε. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία + θανής < (θ) θαν έθανον, αόρ. β του θνήσκω (πρβλ. αειθανής, αρτιθανής κ.ά.)] …

    Dictionary of Greek

  • 14δισθανής — δισθανής, ές (Α) αυτός που πήγε δύο φορές στον κάτω κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + θανής < (θ.) θαν (έθανον)] …

    Dictionary of Greek

  • 15επιθανής — ἐπιθανής, ές (Α) ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θανής (< θ. θαν πρβλ. θανείν)] …

    Dictionary of Greek

  • 16ημιδαμής — ἡμιδαμής, ές (Α) (μτγν. ποιητ. τ.) μισοσκοτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. δ. αν. τών τ. ημι δαής* και ημι θανής] …

    Dictionary of Greek

  • 17θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …

    Dictionary of Greek