θάμυρος

  • 1θαμυρός — θαμυρός, ά, όν (Α) πολυσύχναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Θάμυρις] …

    Dictionary of Greek

  • 2-υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… …

    Dictionary of Greek

  • 3θάμυρις — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν αοιδός και μουσικός από τη Θράκη, γιος του Φιλάμμωνα και της νύμφης Αργιόπης. Λέγεται ότι ήταν ο εφευρέτης του δωρικής μουσικής κλίμακας. Οι Μούσες, αφού νίκησαν τον Θ. σε έναν μουσικό αγώνα, τον τύφλωσαν και του στέρησαν …

    Dictionary of Greek

  • 4θαμυράς — θαμυρά̱ς , θαμυρός frequented fem acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)