-
1 куст
-
2 кустарник
-
3 куст
1. тех. (свай) το πλέγμα των πασσάλων 2. бот. о θάμνος, ο βάτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > куст
-
4 куст
кустм ὁ θάμνος, ὁ βάτος. -
5 частый
част||ыйприл1. συχνός, συνεχής, ἀλ-λεπάλληλος:\частый пульс συχνός σφυγμός· \частыйое дыхание ἡ συχνή ἀναπνοή· \частыйые шаги́ τά συχνά βήματα· \частый гость ὁ συχνός μουσαφίρης· \частыйые встречи οἱ συχνές συναντήσεις·2. (густой, плотный) πυκνός:\частый гребень τό πυκνό χτένι· \частый кустарник ὁ πυκνός θάμνος· \частый дождь ἡ πυκνή βροχή· \частый огонь воен. τά πυκνά πυρά. -
6 ягодник
ягодникм1. (место) φυτεία καρποφόρων θάμνων2. (куст) καρποφόρος θάμνος. -
7 куст
[κούστ] ουσ. α θάμνος -
8 куст
[κούστ] ουσ α θάμνος -
9 бузина
-ы θ.ακτέα, κουφοξυλιά (θάμνος). -
10 вьюнок
-нка α. σμίλακας, η κομβαλλαρία (θάμνος). -
11 ковыль
-я α.σπάρτιο, σπάρτο (θάμνος). -
12 куст
-ы α.1. θάμνος, χαμόκλαδο.2. κάθε μονοστέλεχο, ξυλώδες ή κλιματώδες φυτό. || μτφ. ένωση μικρών επιχειρήσεων, συνεταιρισμών κ.τ.τ.).εκφρ.спрятаться в -ы – κρύβομαι από δειλία•уйти в -ы – ειρν. αποφεύγω, δειλιάζω. -
13 кустарник
-а α.1. θάμνος, χαμόκλαδο.2. αθρσ. θάμνοι, χαμόκλαδα. -
14 лоза
-ы θ.1. βλ. ива.2. βέργα•виноградная лоза κληματόβεργα.
|| κλήμα (θάμνος). -
15 полукустарник
-а α.θάμνος δεντροειδής. -
16 розмариновый
επ.του δεντρολίβανου, από δεντρολίβανο•розмариновый куст θάμνος δεντρολίβανου-розмариновыйое масло δεντρολιβανέλαιο.
-
17 таволга
-и θ.η σπειρέα, θάμνος ροδοειδής. -
18 тамариск
-а α.η μυρίκη (θάμνος, δέντρο). -
19 терние
-я ουδ.ακανθώδης θάμνος• βάτος. || (συνήθως πλθ.) μτφ. δυσκολίες, εμπόδια, αναποδιές• ατυχίες. -
20 тернистый
επ., βρ: -нист, -а, -о1. ακανθώδης•тернистый куст ακανθώδης θάμνος.
2. μτφ. δύσκολος, χαλεπός•тернистый путь ακανθώδης δρόμος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θάμνος — bush masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… … Dictionary of Greek
θάμνος — ο φυτό που δεν έχει κεντρικό κορμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόκα — Θάμνος της οικογένειας των ερυθροξυλίδων, το ύψος του οποίου φτάνει τα 3 μ. Η επιστημονική ονομασία του είναι ερυθρόξυλο η κ. (Erythroxylon coca). Τα φύλλα του είναι πλατιά, ελλειπτικά ή ωοειδή, ενώ τα άνθη του –τα οποία φύονται στις μασχάλες των … Dictionary of Greek
γαϊδουράγκαθο — Θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των ακανθιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι ονόπορδο το ακάνθιο. Γαϊδουράγκαθο, θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των ακανθιδών. * * * το βοτ. άγριο φυτό της τάξης των Συνθέτων* ή των Σκιαδοφόρων* … Dictionary of Greek
αλιμιά — Θάμνος της ελληνικής χλωρίδας, του γένους ατρίπληξ, της οικογένειας των χηνοποδιιδών. Αναπτύσσεται εύκολα και γρήγορα, φτάνει σε ύψος τα 2μ., έχει ωραίο αργυρόχρωμο φύλλωμα και αντέχει στην ξηρασία και την αρμύρα. Χάρη σε αυτά τα προσόντα της, η… … Dictionary of Greek
γενίστα — Θάμνος, της οικογένειας των ψυχανθών, κρεμοκλαδής, άφυλλος (τα μικρά φύλλα του εμφανίζονται μόνο την άνοιξη), ύψους 2 3 μ. Είναι γνωστός και ως εχίνοπας. Τα λεπτά κλαδιά του γεμίζουν κατά τον χειμώνα με πολλά λευκά αρωματικά άνθη. Ο καρπός του… … Dictionary of Greek
γερόκλαδο — Θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των θυμελαιιδών. Έχει ύψος έως 1 μ. με πολλά κλαδιά και φύλλα στρογγυλά και άσπρα. Τα άνθη του είναι κίτρινα και παρουσιάζονται στην κορυφή των διακλαδώσεων. Είναι γνωστός με την επιστημονική ονομασία… … Dictionary of Greek
κουφοξυλιά ή αφροξυλιά — Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των καπριφολιιδών (δικοτυλήδονα), κοινός στη βορειοηπειρωτική Ελλάδα και στα Επτάνησα, μέσα σε δροσερούς δασότοπους, σε φράχτες, σε ρυάκια κλπ. Η επιστημονική ονομασία του είναι Sambucus nigra. Είναι φυλλοβόλο… … Dictionary of Greek
θάμνοι — θάμνος bush masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάμνοιο — θάμνος bush masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)