θάλ-

  • 1-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …

    Dictionary of Greek

  • 2ευθαλής — (I) ές (ΑΜ εὐθαλής, ές) αυτός που έχει πλούσια βλάστηση, ανάπτυξη, ο θαλερός (α. «τοῑς εὐθαλέσι τῶν δένδρων», Πλούτ. β. «εβλάστησεν η κόρη... και ευθαλής», Διγ. Ακρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθαλές η θαλερότητα («τὸ εὐθαλὲς τῆς ψυχῆς», Φίλ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 3θάλλω — Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν μία από τις τρεις Ώρες, που ταυτιζόταν συμβολικά με την ανοιξιάτικη βλάστηση. Στο όνομά της ορκίζονταν οι έφηβοι της αρχαίας Αθήνας. * * * (AM θάλλω) 1. βλαστάνω, ανθώ, ευδοκιμώ (α. «σε κάθε μόσχο, κάθε ανθό που… …

    Dictionary of Greek

  • 4θαλέω — (I) θαλέω (Α) (δωρ. τ.) βλ. θηλέω. (II) θαλέω (Α) θάλλω, ακμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ (πρβλ. αόρ. έ θαλ ον) τού θάλλω] …

    Dictionary of Greek

  • 5ASTYAGES alter — qui communiter Darius Medus, prioris frater, Rex Medo Persicus I. fuit. Credibile enim est, Cyaxarem I. utriusque patrem, Seythicarum graslationum iam satagentem, Persas, a Phraorte subactos, sed impatientius iugum ferentes, Dario fil. cum… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 6ερέθω — ἐρέθω (Α) (παλ. ποιητ. τύπος τού ερεθίζω) 1. ταράσσω, εξοργίζω («μὴ μ’ ἔρεθε, σχετλίη» μη μ’ εξοργίζεις, δυστυχισμένη, Ομ. Ιλ.) 2. εγείρω, αυξάνω 3. εξερευνώ, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέθω ανάγεται σε ΙΕ ρ. *er «θέτω σε κίνηση, εγείρω» (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 7ημεροθαλλής — ἡμεροθαλλής ή ήμεροθηλής, ές (Α) αυτός που βλαστάνει μέρα με τη μέρα, σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + θαλλής (< θάλ λω), πρβλ. α θαλλής, ιερο θαλλής] …

    Dictionary of Greek

  • 8θάλος — θάλος, εος, το (Α) μικρό παιδί, βλαστάρι («Ἡρακλέης, σεμνόν θάλος Αλκαϊδᾶν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ τού θάλλω. Ως β συνθετικό απαντά με τη μορφή θαλής. ΣΥΝΘ. αειθαλής, αθαλής, αμφιθαλής, ετεροθαλής, ευθαλής αρχ. αϊθαλής, αρτιθαλής,… …

    Dictionary of Greek

  • 9θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 10θαλερός — ή, ό και ά, ό (AM θαλερός, ά, όν) 1. αυτός που θάλλει, ο ανθηρός («θαλερό φυτό») 2. ο γεμάτος ζωντάνια, ο ζωηρός, ο ακμαίος (α. «θαλερά γηρατειά» β. «θαλερός πόσις εὔχομαι εἶναι», Ομ. Ιλ.) μσν. νεαρός αρχ. 1. γενναίος, ρωμαλέος 2. πυκνός, άφθονος …

    Dictionary of Greek