θάλλω

  • 111ОРЫ —    • τΩραι,          три богини порядка в природе, правильно сменяющихся времен года; они, изменяя погоду, способствовали размножению и плодородию растений. У Гомера эти богини погоды находятся в тесной связи с Зевсом, властителем неба; они… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 112Thallo — THALLO, us, Gr. Θαλλὼ, οῦς, (⇒ Tab. X.) Jupiters und der Themis Tochter, eine von den Horen. Hygin. Fab. 183. Andere nennen sie auch Thallote. Pausan. Bœot. c. 35. p. 595. Es ist aber einerley Namen, Muncker. ad Hygin. l. c. welcher von Θάλλω,… …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 113αναθάλλω — (Α ἀναθάλλω) (για φυτά) θάλλω εκ νέου, ξαναβλαστάνω νεοελλ. 1. αναζωογονούμαι, ξανανιώνω 2. αισθάνομαι χαρά, χαίρομαι αρχ. κάνω κάποιον ή κάτι να αναζωογονηθεί, να ακμάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θάλλω] …

    Dictionary of Greek

  • 114επιθηλώ — ἐπιθηλῶ, έω (Α) θάλλω, ανθώ και κοντά σε κάτι ή επί πλέον, αυξάνομαι, ωριμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. τού επι θάλλω «ανθώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 115θαλέθω — (Α) (ποιητ. τ. τού θάλλω) (Α) 1. ανθώ («θάμνος... έλαίης... θαλέθων», Ομ. Οδ.) 2. ακμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σχηματίστηκε από το θάλλω και κατά τα σε εθω ρ. (πρβλ. φλεγ έθω), τα οποία είναι υστερογενή. Η ανάπτυξη τού επιθήματος μπορεί να οφείλεται σε …

    Dictionary of Greek

  • 116θαλέω — (I) θαλέω (Α) (δωρ. τ.) βλ. θηλέω. (II) θαλέω (Α) θάλλω, ακμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θαλ (πρβλ. αόρ. έ θαλ ον) τού θάλλω] …

    Dictionary of Greek

  • 117θηλέω — και δωρ. τ. θαλέω (Α) 1. (για λειμώνες και αγρούς) θάλλω, ανθώ, πρασινίζω (α. «λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου θήλεον», Ομ. Οδ. β. «θάλησε σελίνοις», «Πίνδ.) 2. μτφ. αυξάνομαι, ευδοκιμώ 3. κάνω κάποιο φυτό να ανθήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός… …

    Dictionary of Greek

  • 118τηλεθάω — Α 1. (για δένδρα και φυτά) θάλλω, ακμάζω, είμαι γεμάτος φύλλα, άνθη ή καρπούς (α. «ὕλη τηλεθόωσα», Ομ. Ιλ. β. «ἐλαῑαι τηλεθόωσαι», Ομ. Οδ. γ. «κισσὸς ἄνθεσι τηλεθάων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. α) ακμαίος, γεμάτος ζωντάνια («παῑδας...τηλεθάοντας», Ομ.… …

    Dictionary of Greek

  • 119θαλλούσας — θαλλούσᾱς , θάλλω sprout pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) θαλλούσᾱς , θάλλω sprout pres part act fem gen sg (doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 120θάλλεν — θάλλε̄ν , θάλλω sprout pres inf act (epic doric) θάλλω sprout imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)