θάλλειν

  • 11THALIa — una ex IX. Musis, ἀπὶ τοῦ θάλλειν, virere, seu florere, quod Poetarum fama nullô tempore marcescat. Horatius argutam eam appellat, l. 4. Carm. Od. 6. v. 25. Statius vero lascivam, l. 2. Sylv. 1. v. 116. Inventrix Geometriae et Agriculturae… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 12THALLO — et Auxo, inter Atheniensium Numina, παρὰ τοῦ θάλλειν καὶ ἀυξάνειν, ab eo quod germinare ac crescere plantas facere crederentur. Franc. Rossaeus, Archaeol. Atticael. 2. c. 1 …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 13συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… …

    Dictionary of Greek

  • 14τριθαλλίαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλως τοῡ θάλλειν αἰτίαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + θάλλω «ακμάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 15υποκονίω — Α 1. (σχετικά με φυτό και, ιδίως, αμπέλι) καλύπτω με σκόνη ή με χώμα («τρέφειν δὲ δοκεῑ καὶ ὁ κονιορτὸς ἔνια, καὶ θαλλεῑν ποιεῑν οἷον τὸν βότρυν διὸ καὶ ὑποκονίουσι πολλάκις, οἱ δὲ καὶ τὰς συκᾱς ὑποσκάπτουσι», Θεόφρ.) 2. μέσ. ὑποκονίομαι (για… …

    Dictionary of Greek